Εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο η αλλαγή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου με τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να υποστηρίζει ότι «η διαδικασία ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, είναι θεσμικά έγκυρη και επιβεβλημένη, δεδομένου ότι είχε ξεκινήσει, όπως ο νόμος, ορίζει πολύ πριν τις ευρωεκλογές, μέσα από τη διαδικασία προεπιλογής από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Σε αυτήν συμμετείχαν όλα τα κόμματα, εκφράζοντας μάλιστα και τις προτιμήσεις τους».
Για τη θέση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου επιλέγει η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Δήμητρα Κοκοτίνη, η οποία πρόσφατα υπήρξε πρόεδρος του ποινικού τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση για την άδεια του Δημήτρη Κουφοντίνα, ενώ για την θέση του Προέδρου του Αρείου Πάγου επελέγη η Αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ειρήνη Καλού, η οποία είχε χειριστεί το σύνολο της ανάκρισης για την υπόθεση του Βατοπεδίου.
Η Ειρήνη Καλού θα διαδεχθεί τη Ξένη Δημητρίου η οποία αποχωρεί από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 30 Ιουνίου και η Δήμητρα Κοκοτίνη τον Βασίλειο Πέππα που αποχωρεί από την Προεδρία του Αρείου Πάγου.
Όπως είναι ήδη γνωστό η Νέα Δημοκρατία με επιστολή της είχε επισημαίνει ότι η όλη διαδικασία είναι παράνομη και αντισυνταγματική.
Συγκεκριμένα στην επιστολή της ανέφερε τα εξής : «Ο διορισμός της ανώτατης Δικαιοσύνης από την παρούσα κυβέρνηση θα ήταν πράξη αντισυνταγματική και παράνομη. Αντισυνταγματική γιατί μια κυβέρνηση που έχει προκηρύξει εκλογές είναι επί της ουσίας υπηρεσιακή και ως εκ τούτου μπορεί να προβαίνει μόνον σε πράξεις διαχείρισης τρεχουσών υποθέσεων ενόψει των εκλογών.
Και παράνομη διότι ο νόμος 2190/94 ρητά απαγορεύει, κατά την προεκλογική περίοδο, οποιονδήποτε διορισμό σε θέση δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού, πολλώ δε μάλλον στην ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων. Με τα δεδομένα αυτά ακόμη και αν υπάρξει διακομματική συναίνεση για το ζήτημα αυτό, το Σύνταγμα και ο νόμος δεν επιτρέπουν να ληφθεί μια τέτοια απόφαση.
Τυχόν παράνομη επιλογή των ανωτάτων δικαστικών όπως αυτή που προτείνετε, θα οδηγούσε σε βέβαια ακύρωση του σχετικού προεδρικού διατάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και, συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη νομιμότητα των αποφάσεων που θα εκδοθούν στο μέλλον από τα ανώτατα δικαστήρια».
Ο Πρωθυπουργός σχολιάζοντας την θέση της Νέας Δημοκρατίας έκανε λόγο για μια άρνηση η οποία φανερώνει βαριές πολιτικές σκοπιμότητες.
«Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αντιλαμβάνεται τη διαδικασία επιλογής ηγεσίας της Δικαιοσύνης με τρόπο προσβλητικό για την ανεξαρτησία του θεσμού, αλλά και δηλωτικό των προθέσεών της. Δεν εξέφρασε θεσμικά επιχειρήματα αλλά δεοντολογικά. Μετά τη χθεσινή πρότασή μας όμως για συναινετική λύση, επιβεβαίωσε ότι ουδόλως την ενδιαφέρει ούτε η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ούτε η τήρηση του Συντάγματος και των νόμων. Ονειρεύεται την επάνοδο στην διακυβέρνηση προκειμένου να ελέγξει κρίσιμους θεσμικούς κρίκους, για να προστατεύσει άνομα συμφέροντα αλλά και για να εκδικηθεί».