Του Νίκου Τ. Παγώνη
Είμαι σίγουρος ότι κανέναν δεν εξέπληξε το αποτέλεσμα των εκλογών. Εκτός ίσως εκείνων που μετά μανίας επέμεναν σε μια εικονική πραγματικότητα που ουδεμία σχέση είχε με την ελληνική κοινωνία. Και σε εκείνους που, εξίσου μετά μανίας, επέμεναν ν’ αμφισβητούν και να λοιδορούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και ο κύριος Μητσοτάκης, εξίσου «μετά μανίας» απέδειξε όλους αυτούς λάθος. Με τη στάση του, το λόγο του, τις ιδέες του, τις ικανότητές του, τη δύναμη της λογικής και του κοινού νου.
Η «πρωτιά» της Νέας Δημοκρατίας και η εξασφάλιση αυτοδυναμίας, πρωτοφανές στα χρόνια της κρίσης, οπωσδήποτε πιστώνεται στον αρχηγό της και στην ικανότητά του να ενοποιήσει το κόμμα και να το στρέψει επιτυχώς προς τον κεντροδεξιό χώρο, χωρίς όμως να περιθωριοποιήσει τα συντηρητικά στοιχεία, που δεν ένιωσαν να χάνουν τη σημαντικότητά τους.
Πάνω απ’ όλα, όμως, κέρδισε η λογική και ο κοινούς νους, που τα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ένιωσαν να παραμερίζονται από μια ιδεοληπτική αλαζονεία που επιδίωξε να «παντρέψει» ασυμβίβαστες και ετερόκλητες δυνάμεις και ιδεολογίες με μοναδικό σκοπό την παραμονή στην εξουσία.
Και η λογική και ο κοινούς νους εκδικήθηκαν στην χθεσινή κάλπη. Και εκδικήθηκαν όχι τόσο για να τιμωρήσουν το κόμμα που για τεσσεράμισι χρόνια ταλαιπώρησε, αλλά και γιατί στις εξαγγελίες της ΝΔ ανακάλυψαν τη στροφή προς τα εκεί που ο μεσαίος χώρος μπορεί να βρει καταφύγιο.
Κατά ένα μεγάλο ποσοστό η ελληνική κοινωνία, μετά τη μεταπολίτευση, παραμένει σταθερή στον κεντροαριστερό χώρο, όπως και χθες αποδείχθηκε (44,94% το σύνολο όλων περίπου των κεντροαριστερών κομμάτων), ένας χώρος όμως που επένδυσε περισσότερο σ’ ένα κράτος «τρελών» κοινωνικών παροχών και πελατειακών σχέσεων, χωρίς όμως την αντίστοιχη αναπτυξιακή πολιτική και δημοσιονομική πειθαρχία που θα επέτρεπαν τη σωστή διαχείριση και πρόοδο ενός κράτους δικαίου.
Σε συνδυασμό με μια διαστρεβλωμένη αντίληψη ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων-ανοχή στην παραβατικότητα και ανομία και συντηρητική αντιμετώπιση ανθρωπίνων ελευθεριών- η παντοδυναμία της κεντροαριστεράς κατόρθωσε να οδηγήσει τη μεσαία τάξη και τον παραγωγικό ιστό της κοινωνίας (ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια) σε μαρασμό και απελπισία.
Δεδομένης της ευκαιρίας, λοιπόν, επέλεξε στην κάλπη το κόμμα εκείνο και τον ηγέτη εκείνο που κομίζει ελπίδα. Ελπίδα για λογική και κοινό νου, όπως ο τερματισμός της υπερφορολόγησης, η ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω επενδύσεων και στήριξη της επιχειρηματικότητας, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής, η προστασία και ασφάλεια των πολιτών, η μείωση της παραβατικότητας, η ορθολογική και σωστή διαχείριση των δημοσίων πόρων και γενικά όλων εκείνων που κάνουν μια κοινωνία λειτουργική και προοδευτική.
Χωρίς, βεβαίως, να παραμεριστεί η υποχρέωση του κράτους να παρέχει στους πολίτες κοινωνικά προγράμματα και παροχές, χαρακτηριστικά ενός κράτους προνοίας και δικαίου.
Αν και λέγεται ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, στην πολιτική όμως, ιδιαίτερα όταν ο πήχης τίθεται ψηλά, η ελπίδα εξανεμίζεται εν ριπή οφθαλμού όταν οι εξαγγελίες και οι υποσχέσεις δεν τηρούνται και όταν το κόμμα στην εξουσία σερβίρει μία από τα ίδια, επιλέγοντας να μην ταράξει τα νερά αποσκοπώντας στην παραμονή στη διακυβέρνηση μέσω της διατήρησης του πελατειακού κράτους και του βολέματος των ημετέρων.
Μέχρι στιγμής ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται ως ο ηγέτης εκείνος και ο πολιτικός που διατίθεται να σπάσει τα δεσμά του παρελθόντος και να επιδοθεί σ’ ένα αγώνα κοινωνικής συμφιλίωσης, ανάπτυξης και προόδου. Οπλισμένος με σημαντική μόρφωση και επαγγελματική εμπειρία (σπάνιο προσόν των τελευταίων ηγετών στην εξουσία) φαίνεται να έχει την αποφασιστικότητα και τη μέθοδο να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από τη μιζέρια και την οικονομική καχεξία και να επενδύσει στην κοινωνική ανασυγκρότηση.
Ελπίζω, αυτή τη φορά, τα φαινόμενα να μην απατούν. Γιατί, αν και αυτή τη φορά δεν τα καταφέρουμε, εκείνο το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» θ’ ακούγεται λίγο χλωμό.