Του Νίκου Τ. Παγώνη
Πριν ακόμα συμπληρωθούν 48 ώρες από την εκλογή της νέας κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη «αρχίσανε τα όργανα» από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Με σφοδρή επίθεση κατά της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ εξαπολύει μύδρους εναντίον της σύστασης του νέου υπουργικού συμβουλίου και με κεκτημένη ταχύτητα κατηγορεί την κυβέρνηση- που ακόμα δεν έχει παρουσιαστεί στη Βουλή, δεν έχει πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και δεν έχει αρχίσει το νομοθετικό της έργο- ότι δεν έχει κάνει πράξη τις εξαγγελίες για φορολογικές μειώσεις.
Με χαρακτηρισμούς όπως «νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες και πρώην στελέχη του ΣΕΒ», ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να ενοχλείται με τα πρόσωπα που στελεχώνουν τη νέα κυβέρνηση, επιδιώκοντας έτσι να θέσει τους τόνους της αντιπολιτευτικής του πολιτικής.
Για πολλά χρόνια τώρα οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν επανειλημμένα εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για τους πολιτικούς, την άρνησή τους να αντιμετωπιστεί το πολιτικό κόστος, τις πελατειακές σχέσεις, την αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής, την ικανότητα των πολιτικών στελεχών, την έλλειψη εξωκοινοβουλευτικών υπουργών και γενικά την όψη κυβερνήσεων πολιτικάντηδων και δογματικών στελεχών που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η αγκίστρωση στην εξουσία.
Και όπως φαίνεται από την πρώιμη αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης λίγο ενδιαφέρει η μετάβαση σ’ ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης που θα βασίζεται περισσότερο στις επιχειρησιακές ικανότητες και εμπειρίες των στελεχών της κυβέρνησης παρά στις πολιτικές περγαμηνές των υπουργών.
Το κάθε υπουργείο είναι ένα επιχειρησιακό κέντρο. Καλείται να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα θέματα των αρμοδιοτήτων του και να εφαρμόσει τις αποφάσεις-νόμους που η Βουλή ψηφίζει χωρίς επηρεασμό από μικροσυμφέροντα, μικροπολιτικές, ρουσφέτια και πολιτική διαπλοκή.
Με γνώμονα την αποτελεσματική και αποδοτική προς τους πολίτες λειτουργία, ο κάθε υπουργός οφείλει να ενεργεί χωρίς να ανησυχεί συνεχώς για το πολιτικό κόστος και χωρίς να σκέφτεται, εξίσου συνεχώς, την επανεκλογή του.
Σε πολλά προηγμένα κράτη έχει καθιερωθεί το ασυμβίβαστο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας γι’ αυτούς, ακριβώς, τους παραπάνω λόγους. Στην Ελλάδα, ελλείψει συνταγματικής πρόβλεψης, η κίνηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να επιλέξει το 40% του κυβερνητικού σχήματος ν’ αποτελείται από καταξιωμένους στον τομέα τους τεχνοκράτες και ειδικούς, είναι ενδεικτικό της πρόθεσης μετάβασης σ’ ένα πρότυπο διακυβέρνησης που έχει αποδειχτεί αποτελεσματικό σε χώρες όπου η ευημερία και η πρόοδος έχουν γειτονιά.
Φαίνεται, όμως, πως η αξιωματική αντιπολίτευση επιθυμεί, με τις δηλώσεις της, την παραμονή στο παλαιοκομματικό μοντέλο του πολιτικάντη υπουργού που τόσο αναποτελεσματικό (σε πολλές περιπτώσεις) έχει αποδειχτεί, τη στιγμή που η χώρα αγωνιά για επιστροφή στην ανάπτυξη, πρόοδο και ευημερία.
Ή μήπως ενοχλεί το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση συγκαταλέγει μέλη από όλο το φάσμα του πολιτικού στερεώματος (ακόμα κι από την κεντροαριστερά), μέλη όμως με αποδεδειγμένες ικανότητες και όχι ανεμομαζώματα απ’ οπουδήποτε μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του παρελθόντος.
Διακυβέρνηση χωρίς εποικοδομητική και έξυπνη αντιπολίτευση δε γίνεται. Η εύρυθμη και διαφανή λειτουργία της δημοκρατίας και του πολιτεύματος το απαιτεί. Έξυπνη και εποικοδομητική όμως. Και οι πρώτες δηλώσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάθε άλλο από αυτό είναι.