Φάκελος Τουρκία: Ποιος φοβάται τους S-400 της Τουρκίας;

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 17 λεπτά

του Αναστάσιου Τσιπλάκου – Συμβούλου Στρατηγικής South East Med Energy & Defense

(www.semedenergydefense.com)

– Πόσο πραγματική απειλή είναι;

– Μπορεί η Ελλάδα να τους αντιμετωπίσει επιτυχώς;

Βασανιστικά ερωτήματα και ορθολογικές απαντήσεις…

“Μας είπαν ότι δεν μπορούμε να τους αγοράσουμε. Μας είπαν ότι δεν μπορούμε να τους εγκαταστήσουμε πουθενά. Μας είπαν ότι δεν είναι σωστό να τους αγοράσουμε. Κι, όμως, μέχρι σήμερα έχουν προσγειωθεί 8 αεροσκάφη και ξεφορτώνουν. Θεού θέλοντος, μέχρι τον Απρίλιο του 2020 θα ολοκληρωθεί η προμήθεια του συστήματος και θα είμαστε ανάμεσα στις λιγοστές χώρες διεθνώς, με ένα τόσο προηγμένο αντιαεροπορικό σύστημα”. Με αυτά τα λόγια, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν απευθύνθηκε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Άγκυρα για τις εκδηλώσεις μνήμης των 3 χρόνων από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.

Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά σίγουρα δεν υπήρχε πιο κατάλληλος χρόνος για την άφιξη των S-400 από τη Ρωσία, που ως γνωστόν οι μυστικές της υπηρεσίες προειδοποίησαν τον Ταγίπ Ερντογάν και πρόλαβε να γλυτώσει τη σύλληψη όταν ξέσπασε το πραξικόπημα. Όμως, ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δε θα μπορούσε να φανταστεί το Νοέμβριο του 2015, όταν το τουρκικό F-16 κατέρριψε στα σύνορα της Συρίας το ρωσικό Su-24M και η ένταση μεταξύ των δύο χωρών “κτύπησε κόκκινο”, ότι 4 χρόνια μετά όχι μόνο θα παρουσιάζονταν ως οι καλύτεροι στρατηγικοί εταίροι, αλλά και ότι η Ρωσία θα προμήθευε την Τουρκία με το πιο εξελιγμένο αντιαεροπορικό-αντιβαλλιστικό της σύστημα, ως μήλο τής Έριδος για να την αποσπάσει από την πολυετή συμμαχία της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

Ιστορικοί παραλληλισμοί;

Στις 5 Απριλίου 1946 το αμερικανικό θωρηκτό “USS Missouri”, το εμβληματικό σκάφος του Β’ ΠΠ, αγκυροβόλησε στην Κωνσταντινούπολη για μια ειδική αποστολή: τη μεταφορά της σωρού του Τούρκου πρεσβευτή στις ΗΠΑ, Μεχμέτ Μουνίρ Ερτεγκούν. Αυτή η επίσκεψη του αμερικανικού θωρηκτού σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, τονίζοντας την αξία που έδιναν οι ΗΠΑ στην Τουρκία. Σε λιγότερο από έξι έτη μετά, η Τουρκία εισήλθε στο ΝΑΤΟ και αμέσως μετά οι διμερείς συνθήκες με τις ΗΠΑ προέβλεπαν την εγκατάσταση βάσεων και στρατιωτικού προσωπικού στο τουρκικό έδαφος.

Αντιστοίχως, η 12η Ιουλίου 2019, θα μπορούσε να θεωρηθεί στο μέλλον το ίδιο σημαντική με την επίσκεψη του αμερικανικού θωρηκτού 73 έτη πριν. Καθώς τα πρώτα μέρη του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 ξεφορτώνονταν στην Αεροπορική Βάση Μουρτέντ της Άγκυρας, μία αίσθηση ιστορικής μεταβολής αιωρείτο. Η επίμονη της Τουρκίας να ολοκληρώσει την παραλαβή των S-400, αγνοώντας τη βασική αρχή της συμβατότητας συστημάτων του ΝΑΤΟ και τις επανειλημμένες απειλές της Ουάσινγκτον με αυστηρές κυρώσεις, εγίρει αναμφίβολα το ερώτημα εάν τελικά έχει αποφασίσει την οριστική απομάκρυνσή της από τη συμμαχία.

Η σύγκριση των δύο χρονολογιών δεν αποτελεί υπερβολή. Η ιστορία βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων. Η τότε απειλή της Σοβιετικής Ένωσης του Ιωσήφ Στάλιν, ώθησε την Τουρκία να συμμετάσχει στο ΝΑΤΟ. Στις μέρες μας, σε κάθε περίπτωση, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο…

Πως κατέληξε η Τουρκία στην επιλογή του ρωσικού συστήματος

Από τη δεκαετία του ’80 η Τουρκία είχε πάρει την στρατηγική απόφαση για την ανάπτυξη αυτόνομης τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Σε αυτή της την προσπάθεια ήταν -και είναι- απαραίτητη η μεταφορά δυτικής τεχνογνωσίας κυρίως από τις ΗΠΑ, για την ανάπτυξη και παραγωγή των δικών της αμυντικών συστημάτων. Στον τομέα των προηγμένων αντιαεροπορικών συστημάτων, η προσπάθεια ξεκίνησε ουσιαστικά από το 2013 για την απόκτηση του αμερικανικού αντιαεροπορικού/αντιβαλλιστικού συστήματος Patriot.

Έκτοτε μέσα από ένα γαϊτανάκι επαφών, προτάσεων, αρνήσεων και αντιπροτάσεων, οι επαφές δεν φαίνονταν να ευοδώνονται. Έτσι, το 2017, μετά από σειρά προσωπικών επαφών Ερντογάν και Πούτιν, το Δεκέμβριο ανακοινώθηκε η συμφωνία προμήθειας των S-400 Triumph. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η συμφωνία προέβλεπε και μεταφορά τεχνογνωσίας και δυνατότητα συμπαραγωγής του συστήματος, ενώ από την ρωσική πλευρά, παρά τις θετικές δηλώσεις του Ρώσου Προέδρου, ο επικεφαλής της κρατικής εταιρίας Rostec, Σεργκέι Τσεμέζοφ, δήλωνε ότι η συμφωνία δεν προβλέπει τη μεταφορά τεχνογνωσίας και τη δυνατότητα συμπαραγωγής.

Ταυτόχρονα, όλο αυτό το διάστημα οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ συνεχίζονταν, σε διαφορετικό, όμως, πλαίσιο όπως αποδυκνείεται. Η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε σε ουσιαστικές προτάσεις για την προμήθεια του δικού της συστήματος Patriot με μια, φαινομενική, διαφορά. Παρόλο που πρόσφεραν ένα ελκυστικό πακέτο και με δυνατότητα γρήγορης παράδοσης, για την ικανοποίηση των επειγόντων αναγκών τους τουρκικής αεράμυνας, δήλωναν εξ’ αρχής ότι δεν πρόκεται να παραχωρήσουν την τεχνογνωσία και τη δυνατότητα συμπαραγωγής του συστήματος.

Κάπως, έτσι και με τη βοήθεια της κατάλληλης προπαγάνδας από πλευράς του Ερντογάν, δημιουργήθηκε η εντύπωση στην τουρκική κοινή γνώμη ότι οι “κακοί Αμερικανοί” δεν ήθελαν να πουλήσουν τους Patriot στη σύμμαχο Τουρκία κι έτσι αυτή με τη σειρά της αναγκάστηκε να στραφεί στο ρωσικό σύστημα.

Το πραγματικά παράδοξο είναι ότι αυτό το κλίμα το πυροδότησε ακόμη περισσότερο ο ίδιος ο αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ, κατά τις επαφές που είχε με τον Ερντογάν τον περασμένο Ιούνιο, στο περιθώριο της συνάντησης των G-20 στην Οσάκα της Ιαπωνίας. Με το ιδιαίτερο στυλ του Προέδρου-επιχειρηματία, που πολλές φορές τον έχει οδηγήσει σε βιαστικές δηλώσεις και αποφάσεις τις οποίες έχει αναγκαστεί να αποσύρει, κατηγόρησε με χαρακτηριστική ευκολία την προηγούμενη κυβέρνηση Ομπάμα ότι αδίκησε την Τουρκία, μη παραχωρώντας τους Patriots κι έτσι αναγκάστηκε η Τουρκία να καταφύγει στην έσχατη λύση των S-400.

Και όλα αυτά, ενώ το κλίμα μεταξύ των δύο συμμάχων είχε σημαντικά δυναμιτιστεί από τις εκατέρωθεν δηλώσεις της τουρκικής αποφασιστικότητας από τη μια και των απειλών για την επιβολή σημαντικών εξοπλιστικών και οικονομικών κυρώσεων με ειδικά νομοθετήματα, από την αμερικανική κυβέρνηση. Πολλώ δε μάλλον, όταν πρόσφατα αναγκάστηκε να παραδεχτεί τελικά, κατάφορα στενοχωρημένος, ότι θα πρέπει να αποκλειστεί από το πρόγραμμα των F-35

Και είναι αυτή μία από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη, επιπτώσεις για την Τουρκία. Ο αποκλεισμός της από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και προμήθειας του μαχητικού 5ης γενιάς F-35, στο οποίο ήταν συγχρηματοδότης-συμπαραγωγός και χρήστης 100 περίπου αεροσκαφών.

Ένα πρόγραμμα που πέρα από τις σημαντικές επενδύσεις, εμπλέκεται ένας σημαντικός αριθμός τουρκικών αμυντικών βιομηχανιών, ενώ παράλληλα η απόκτηση 100 περίπου μαχητικών σε βάθος χρόνου, θα αποτελούσε σημαντικό πολλαπλασιαστή των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Πολεμικής της Αεροπορίας και θα βοηθούσε την ουσιαστική ολοκλήρωση του ονείρου του Τούρκου Προέδρου να καταστήσει την Τουρκία μια πραγματικά περιφερειακή δύναμη και όχι μόνο.

Η απόφαση, όμως, προμήθειας των ρωσικών S-400 ενεργοποίησε τα αμυντικά αντανακλαστικά του αμερικανικού παράγοντα, που φοβούμενος ότι η συνύπαρξη των δύο συστημάτων θα διακινδύνευε τη διαρροή της απόρρητης υψηλής τεχνολογίας αιχμής του “αόρατου” μαχητικού στους Ρώσους.

Γι’ αυτό το λόγο αντέδρασε υιοθετώντας ειδική νομοθεσία, που ανάμεσα σε άλλα προβλέπει τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα του F-35 και την παρακράτηση των ήδη αρχικά παραχωρηθέντων 4 μαχητικών, καθώς και τον αποκλεισμό των περίπου 35 τουρκικών πληρωμάτων και μηχανικών που εκπαιδεύονταν σε αυτά σε αμερικανική βάση.

Γιατί η Τουρκία επέλεξε τους S-400 με κίνδυνο να χάσει τα “αόρατα” F-35;

Η Τουρκία, μια μεγάλη σε έκταση χώρα και φιλοδοξία να καταστεί περιφερειακή υπερδύναμη, δε διέθετε αντιαεροπορικά και αντιβαλλιστικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, με αποτέλεσμα η αεράμυνά της να στηρίζεται στην αεροπορία της κυρίως. Επομένως, οι S-400 συμπληρώνουν ένα σημαντικό κενό. Από την άλλη, με τα F-35 η Άγκυρα θα είχε βάθος πυρός και ευελιξία, καθώς και σημαντική κυριαρχία στον αέρα. Εάν ευοδώνονταν οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ, ο συνδυασμός των F-35 με τους Patriot θα ήταν εξαιρετικός. Έτσι, όμως, όπως εξελίχθηκαν οι καταστάσεις επέλεξε το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα.

Απευθυνόμενος στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Άγκυρα για τις εκδηλώσεις μνήμης των 3 χρόνων από το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 ο Τούρκος Πρόεδρος μεταξύ άλλων είπε ότι “Θεού θέλοντος, μέχρι τον Απρίλιο του 2020 θα έχει ολοκληρωθεί η εγκατάσταση του συστήματος”. Γιατί, άραγε, απαιτείται τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση της εγκατάστασης του συστήματος;

Η απάντηση είναι κάπως πιο σύνθετη: η μακρά διαδικασία απόκτησης και εγκατάστασης του συστήματος, αποτελεί ένα είδος “προστασίας” από τις σχεδιαζόμενες αμερικανικές κυρώσεις του νόμου CAATSA και την αποπομπή από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35. Οι ΗΠΑ ήδη έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία “αποδέσμευσης” της Τουρκίας από το πρόγραμμα. Επομένως, οι επόμενοι 10 μήνες, με την εγκατάσταση των S-400 να μην έχει ολοκληρωθεί, δίνουν ένα αρκετά μεγάλο περιθώριο για διαπραγματεύσεις, ένα είδος “αερόσακκου” που θα απορροφήσει σταδιακά τις όποιες κλιμακούμενες κυρώσεις, μέχρι την οριστική “αποδέσμευση” της Τουρκίας και την ολοκλήρωση εφαρμογής των επαπειλούμενων κυρώσεων. Ή τουλάχιστον έτσι το φαντάζονται στην Τουρκία.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πιθανό να μην πραγματοποιήθηκε εκπαιδευτική βολή, όπως στην περίπτωση της κυπριακής Εθνικής Φρουράς που είχε εκτελέσει αντίστοιχη βολή βλήματος S-300 σε ρωσικό έδαφος, πριν την παραλαβή και εγκατάστασή τους, για να μη σηματοδοτηθεί η πλήρης επιχειρησιακή ένταξη του ρωσικού συστήματος σε τουρκική υπηρεσία. Πιθανώς να σχεδιάζεται η πραγματοποίηση εκπαιδευτικής βολής μετά την παράδοση του συστήματος, σε τουρκικό πεδίο βολής.

Σε κάθε περίπτωση, όπως περιγράψαμε παραπάνω, από το 2017 η Τουρκία βρίσκεται σε συνεχείς διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία για την απόκτηση ενός αντιαεροπορικού/αντιβαλλιστικού συστήματος, με κατάληξη την έναρξη παραλαβής μερών του συστήματος S-400 τον Ιούλιο του 2019.

Από τώρα και στο εξής εισερχόμεθα στο δεύτερο στάδιο της διαπραγμάτευσης “προ-εγκατάστασης” του συστήματος και ίσως υπάρξει και τρίτο στάδιο “προ-επιχειρησιακής” διαπραγμάτευσης. Είναι πολύ πιθανό η Άγκυρα να κωλυσιεργεί την όλη διαδικασία επιδιώκοντας να φτάσει μέχρι τις επόμενες αμερικανικές εκλογές, με την ελπίδα ότι μέχρι τότε θα δημιουργηθούν περισσότερες πιθανότητες ευτυχούς κατάληξης. Είναι προφανές πως οι S-400 αποτελούν μέρος μιας συνολικότερης γεωπολιτικής διαπραγμάτευσης γύρω από το ρόλο της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία, τους ολοένα στενότερους ενεργειακούς δεσμούς της με τη Ρωσία και του ρίσκου που είναι διατεθειμένη να αναλάβει, γύρω από τις αμερικανικές κυρώσεις.

Πόσο πραγματική απειλή είναι οι S-400;

Το αντιαεροπορικό-αντιβαλλιστικό σύστημα S-400 Triumph αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα σε λειτουργία σήμερα και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί, ετοιμάζεται ο διάδοχός του S-500 με ακόμη καλύτερα χαρακτηριστικά. Στα χέρια ενός ικανού και καλά εκπαιδευμένου πληρώματος, μπορεί να επιφέρει σημαντικά πλήγματα στον αντίπαλο.

Διαθέτει ραντάρ μεγάλου βεληνεκούς, που μπορεί να ανιχνεύσει σημαντικούς πολλαπλασιαστές αεροπορικής ισχύος του αντιπάλου, όπως αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού, καθώς και ιπτάμενα ραντάρ και αεροσκάφη αεροπορικής επιτήρησης. Μπορεί να αντιμετωπίσει αεροπορικές και βαλλιστικές απειλές και τα υψηλής τεχνολογίας ηλεκτρονικά του έχουν τη δυνατότητα, σύμφωνα με το Ρώσο κατασκευαστή, ανίχνευσης ακόμη και μαχητικών χαμηλού ίχνους (stealth). Επομένως, έχουν μάλλον δίκιο οι Αμερικανοί που ανησυχούν, παρά τις όποιες περι του αντιθέτου τουρκικές διαβεβαιώσεις.

Παρόλ’ αυτά όμως, η απόδοση του συστήματος στα όρια των θεωρητικών δυνατοτήτων του εξαρτάται σημαντικά από το περιβάλλον που θα κληθούν να επιχειρήσουν και τον αντίπαλο που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν. Η γεωγραφία της περιοχής όπου θα εγκατασταθεί το σύστημα είναι δυνατόν να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο για το βεληνεκές του ραντάρ του, ιδιαίτερα εάν αυτή η περιοχή περιστοιχίζεται από βουνά.

Ένας αεροπορικός στόχος (αεροσκάφος ή βαλλιστικός πύραυλος) με δυνατότητες χαμηλής πτήσης, μπορεί να εκμεταλευτεί αυτά τα γεωγραφικά δεδομένα, με αποτέλεσμα να διαφύγει του εντοπισμού του για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι ένας σε μεγάλο υψόμετρο.

Ένα πλήρες τάγμα S-400 αποτελείται από 8 εκτοξευτές που φέρουν συνολικά 32 βλήματα και ένα κινητό Κέντρο Διεύθυνσης Πυρός, δηλαδή ένα ικανό αριθμό βλημάτων για την αντιμετώπιση μιας συγκεκριμένης αεροπορικής απειλής, π.χ. αεροπορικού βομβαρδισμού. Εάν, όμως, κληθεί να δράσει μεμονωμένα και χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη των απαραίτητων συμπληρωματικών αντιαεροπορικών συστημάτων, δε θα έχει τη δυνατότητα αντιμετώπισης πιο σύνθετων αεροπορικών απειλών τύπου COMAO, πολλώ δε μάλλον όταν αυτές έχουν στόχο το ίδιο το σύστημα.

Όλα τα αντιαεροπορικά συστήματα, όπως και οι S-400, έχουν σχεδιασθεί για να επιχειρήσουν σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα αεράμυνας, ώστε να μπορέσουν να αξιοποίησουν όλα τα πλεονεκτήματά τους. Δηλαδή θα πρέπει να υποστηρίζονται και από άλλα αντιαεροπορικά συστήματα μέσου και χαμηλού βεληνεκούς, δημιουργώντας ένα πλέγμα από διαφόρων δυνατοτήτων ραντάρ, αισθητήρες και ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα την αύξηση των δυνατοτήτων αντιμετώπισης ποικίλων απειλών. Όσο μεγαλύτερο γεωγραφικό βάθος και πυκνότητα διαφορετικών αντιαεροπορικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας διαθέτει ένα ολοκληρωμένο σύστημα αεράμυνας, τόσο μεγαλύτερη είναι η αποτελεσματικότητά του στην προστασία του εναέριου χώρου που προστατεύει. Με άλλα λόγια, ένα υψηλής τεχνολογίας σύστημα όπως οι S-400, μπορούν δράσουν αποτελεσματικά μόνο ως μέρος ενός τέτοιου ολοκληρωμένου συστήματος και όχι μόνο του και απομονωμένο, όπως από τις μέχρι σήμερα διαθέσιμες πληροφορίες σχεδιάζεται να αναπτυχθεί στην Τουρκία.

Μερικά καίρια ερωτήματα για τους τουρκικούς S-400

Από τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα, η Τουρκία έχει παραγγείλει μόνο ένα τάγμα S-400, με προαίρεση για την παραγγελία ενός ακόμη, που αποτελείται από 8 εκτοξευτές που φέρουν συνολικά 32 βλήματα και ένα κινητό Κέντρο Διεύθυνσης Πυρός. Το πρώτο ερωτηματικό που αναφύεται είναι τι είδους βλήμα ακριβώς θα εξοπλίζει το σύστημα, επειδή το 40N6Ε με το θεωρητικό βεληνεκές των 400 χιλ. δεν έχει καταστεί πλήρως επιχειρησιακό ακόμη και από τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Το ποιο πιθανό είναι οι Ρώσοι, προς το παρόν, να παραχωρήσουν το βλήμα 48N6E3 με το μικρότερο βεληνεκές των 250 χλμ.

Με βάση τα παραπάνω το τάγμα των S-400, για να μπορέσει να είναι αποτελεσματικό, θα πρέπει να διασυνδεθεί πλήρως με το σύστημα αεράμυνας της Τουρκίας -και ταυτόχρονα του ΝΑΤΟ- που αποτελείται από ένα συνδυασμό άλλων αντιαεροπορικών συστημάτων και ραντάρ, αμερικανικής κυρίως τεχνολογίας. Αυτό συνεπάγεται πως θα πρέπει να ενσωματώσει όλους τους κωδικούς Αναγνώρισης Φίλιου/Εχθρικού (IFF) αεροσκάφους της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και των αντίστοιχων ΝΑΤΟικών όπου προβλέπεται, μέσω ενός διασυνδετήριου λογισμικού, στο ρωσικό Κέντρο Διεύθυνσης Πυρός.

Αυτός είναι και ο κυριότερος φόβος των ΗΠΑ και της συμμαχίας, ότι δηλαδή οι Ρώσοι θα έχουν τη δυνατότητα να υποκλέψουν τους κωδικούς του ΝΑΤΟ κι ειδικότερα να έχουν πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία του F-35. Η Τουρκία, προκειμένου, να καθησυχάσει αυτούς του φόβους, διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να προβεί στην παραπάνω διασύνδεση και ότι οι S-400 θα δρουν μεμονωμένα, βασιζόμενοι αποκλειστικά στις δυνατότητες του δικού τους ραντάρ και Κέντρου Διοίκησης Πυρός. Στην ουσία, δηλαδή, όπως αναλύσαμε παραπάνω με πολύ περιορισμένες δυνατότητες, πολύ κατώτερες των τεχνικών χαρακτηριστικών του.

Μπορούμε, επίσης, να αντλήσουμε συμπεράσματα και από την εμπειρία των S-300PMU1 της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, που με θράσσος χρησιμοποιεί η Τουρκία ως επιχείρημα για την απόκτηση των δικών της S-400. Λόγω των τουρκικών αντιδράσεων και απειλών για τη σχεδιαζόμενη εγκατάστασή τους στην Κύπρο και με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ, ο τελικός τους προορισμός ήταν η πολυετής αποθήκευσή τους στην Κρήτη.

Μετά από περίπου μια δεκαετία, διαμορφώθηκε το κατάλληλο διασυνδετήριο λογισμικό, ώστε να λειτουργούν οριακά εντός του ενιαίου συστήματος της ελληνικής αεράμυνας και με κύριο σκοπό τη μελέτη του συστήματος από το ΝΑΤΟ και τη δυνατότητα εξάσκησης της ισραηλινής Πολεμικής Αεροπορίας.

Κάποια πρώτα συμπεράσματα από την παράδοση των S-400 στην Τουρκία

Η άφιξη στην Τουρκία της πρώτης αποστολής μερών του συστήματος S-400 έγινε από αέρος, για προφανείς λόγους δημοσιότητας. Το γεγονός δε ότι συνέβη στην τρίτη επέτειο του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016 και ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει δηλώσει πολλές φορές ότι θεωρεί ότι ήταν αμερικανοκίνητο, βάζει σε υποψίες ότι μπορεί να ήταν και σχεδιασμένο.

Το μήνυμα που θέλει να προβάλει η Τουρκία, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, είναι ότι περιφρονεί τις αμερικανικές προειδοποιήσεις και ενισχύεται η εικόνα και το γόητρό της διεθνώς. Μέχρι στιγμής από τις τηλεοπτικές μεταδόσεις και τις φωτογραφίες που έχουν δημοσιοποιηθεί βλέπουμε ότι έχουν παραληφθεί δύο εκτοξευτήρες, ένα όχημα περισυλλογής και μερικά άλλα οχήματα υποστήριξης.


Οι κατά καιρούς τουρκικές δηλώσεις και δημοσιεύματα, έχουν αναφερθεί κατ’ επανάληψη στην προμήθεια ενός μόνο τάγματος από την Τουρκία, με πιο πρόσφατο δημοσίευμα της Milliyet, που ανέφερε ότι η Άγκυρα έχει ως προαίρεση την προμήθεια και ενός δευτέρου.

Από την άλλη, αξιοσημείωτο είναι δημοσίευμα του πρακτορείου TASS που αναφέρεται στην παράδοση της τρίτης παρτίδος, η οποία θα γίνει διά θαλάσσης και θα περιλαμβάνει περισσότερα από 120 βλήματα. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται αναφορά σε απόθεμα 128 βλημάτων κατανεμημένων σε 32 εκτοξευτές που ο καθένας φέρει 4 βλήματα. Ο αριθμός των εκτοξευτών είναι μεγάλος και μάλλον αντιστοιχεί σε τάγμα πλήρους συνθέσεως σε ρωσική υπηρεσία. Το TASS επικαλείται ανώνυμη “στρατιωτική διπλωματική πηγή”, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να πρόκειται για σκόπιμη διαρροή με σκοπό την παραπλάνηση.

Άλλωστε και στην περίπτωση της προμήθειας των S-300PMU1 της Κυπριακής Δημοκρατίας , επικρατούσαν σκοπίμως διογκωμένες πληροφορίες για τον αριθμό των εκτοξευτών και του αποθέματος βλημάτων. Είναι, όμως, πιθανή και η περίπτωση η τουρκική παραγγελία να πρόβλεψε τη δημιουργία αποθέματος 64 επιπλέον βλημάτων, τουλάχιστον ως πρόνοια για την περίπτωση που αντιμετωπισθούν πολιτικής φύσης περιορισμοί για μελλοντική προμήθεια, ή ακόμη να έχουν παραγγελθεί παραπάνω από ένας τύπος βλήματος για εξειδικευμένη χρήση και εναντίον απειλών από βαλλιστικούς πυραύλους.


Ενδιαφέρον, τέλος, είχε η ανακοίνωση του ρωσικού πρακτορείου TASS που ανέφερε ότι την περίοδο Μαΐου – Ιουνίου εκπαιδεύθηκαν για το S-400 περίπου 20 στελέχη της Τουρκικής Αεροπορίας, σε ρωσικό έδαφος. Περί τα 80 επιπλέον στελέχη, πρόκειται να εκπαιδευθούν στην ίδια βάση μεταξύ Ιουλίου – Αυγούστου. Η σχετική αναφορά έχει ενδιαφέρον, επειδή στην περίπτωση της σύμβασης που υπεγράφη το 1997 για το σύστημα S-300PMU1 από την Κυπριακή Δημοκρατία, είχαν σταλεί στην Ρωσία για εκπαίδευση 105 στελέχη της Διοικήσεως Αεροπορίας του ΓΕΕΦ.

Η Τουρκία, της οποίας η σύμβαση θα πρέπει να αφορά μεγαλύτερη σύνθεση μονάδας σε σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία, βλέπουμε ότι θα στείλει για εκπαίδευση ίδιο αριθμό προσωπικού. Εν συνεχεία, όταν το S-300PMU1 πέρασε στην κατοχή της Ελλάδας, από πλευράς Πολεμικής Αεροπορίας εστάλησαν για εκπαίδευση στην Ρωσία 64 συνολικώς αξιωματικοί και υπαξιωματικοί.

Τα παραπάνω, μπορούν να ερμηνευθούν ενδεχομένως ως ενδείξεις που συνηγορούν στην άποψη ότι η Τουρκία δεν “καίγεται” για την ταχεία επιχειρησιακή ένταξη των S-400 σε υπηρεσία. Αυτή, εάν όλα εξελιχθούν ομαλά, εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί στα τέλη του τρέχοντος έτους με αρχές του 2020.

Μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους S-400;

Το τουρκικό σύστημα αναμένεται να χρησιμοποιεί το βλήμα 48N6E3 με βεληνεκές 250 χλμ. Ωστόσο, ενδέχεται να αποκτηθεί στο μέλλον και το βλήμα 40N6E που εκτιμάται ότι επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 400 χλμ. Σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το βλήμα 48Ν6Ε3 θα μπορεί να απειλεί τα ελληνικά αεροσκάφη, κυριολεκτικά μόλις απογειώνονται από τα αεροδρόμιά τους στην μητροπολιτική Ελλάδα.

Η κατάσταση αναμένεται να καταστεί ακόμη πιο επικίνδυνη σε περίπτωση εφοδιασμού των τουρκικών S–400 με τα μεγαλύτερου βεληνεκούς βλήματα 40Ν6Ε, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια όλους τους πρακτικούς περιορισμούς που παρουσιάσαμε παραπάνω.

Σε κάθε περίπτωση, θεωρητικά, τα μεγάλα και μεσαία ύψη θα καταστούν ένας πολύ επικίνδυνος χώρος για τα ελληνικά αεροσκάφη ακόμη και στα δυτικά όρια της Ελλάδας.

Εκτός από τα μαχητικά αεροπλάνα, τα πυραυλικά αυτά συστήματα ουσιαστικά αδρανοποιούν τα ελληνικά αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (ΑΣΕΠΕ), δηλαδή τα ιπτάμενα ραντάρ και γενικότερα διαμορφώνουν μια δυνάμει ζοφερή πραγματικότητα όσον αφορά το αεροπορικό ισοζύγιο ισχύος. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μέσα για την αντιμετώπισή τους.

Μέσα και τακτικές, που μετά από ενδελεχή μελέτη όλων των παραπάνω παραγόντων -θετικών και αρνητικών- που παρουσιάσαμε, είναι δεδομένο ότι τα έμπειρα επιτελεία της Πολεμικής Αεροπορίας θα αναπτύξουν τα κατάλληλα αντίμετρα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.


Με όπλο την αντισυμβατική σκέψη…

Υπάρχουν, όμως, και μέσα αντιμετώπισης τα οποία ενδέχεται να προκύψουν από κατευθύνσεις που δεν είναι αναμενόμενες. Τουλάχιστον, με μια συμβατική ανάγνωση των εξελίξεων. Το ελληνικό πυροβολικό μπορεί να εξελιχθεί σε ένα σημαντικό παράγοντα αντιμετώπισης των τουρκικών S–400.

Αυτή δεν είναι μια υποκειμενική άποψη αλλά μια αναντίρρητη δυνατότητα, η οποία προκύπτει από τις εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία και μεθοδολογία, που με τη σειρά τους οφείλονται σε μια σειρά από μεταλλάξεις στη γεωπολιτική ταυτότητα του διεθνούς συστήματος. Βέβαια, αναφερόμαστε σε δυνάμει ικανότητες του ελληνικού πυροβολικού.

Για να μπορέσουν να αναπτυχθούν απαιτείται παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας του πολέμου, ανοιχτό μυαλό και μια “λελογισμένα” αντισυμβατική σκέψη. Ειδικά η τελευταία, χρειάζεται αρκετή δουλειά…

Παρακολουθώντας, λοιπόν, τις διεθνείς εξελίξεις ο Στρατός των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα Long – Range Precision Fires (LRPF), του οποίου τον εκσυγχρονισμό έχει ανακηρύξει ως κορυφαία προτεραιότητα του. Στο πλαίσιο του παραπάνω προγράμματος, προχωρά στην υλοποίηση της φιλοσοφίας Cross Domain Fires (διαχωρικά πυρά) στο πλαίσιο της οποίας οπλικά συστήματα, όπως ο πολλαπλός εκτοξευτής ρουκετών M142 HIMARS, θα αναλάβουν να προσβάλουν θαλάσσιους στόχους χρησιμοποιώντας μεταξύ των άλλων και μια τροποποιημένη έκδοση του βλήματος ATACMS, ικανή να προσβάλει πλοία εν κινήσει.

Στις πρώτες κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση περιλαμβάνεται η επέκταση του βεληνεκούς του βλήματος ATACMS, που εκτοξεύεται από πολλαπλούς εκτοξευτές βλημάτων MLRS και HIMARS, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται και βλήματα για συστήματα πυροβολικού, πολύ μεγάλου βεληνεκούς, υψηλής ακρίβειας και με ικανότητες αυτόνομου εντοπισμού στόχων, με προεξάρχοντα τον αμερικανικό DeepStrike, ο οποίος θα τοποθετείται στους πολλαπλούς εκτοξευτές MLRS. Αποστολή του είναι να ασκεί πλήγματα εις βάθος στην εχθρική δύναμη, προσβάλλοντας  κινητά ή “ημικινητά” χερσαία οπλικά συστήματα υψηλής σημασίας, με σημαντικότερα όλων τα στρατηγικά συστήματα αεράμυνας όπως είναι τα S–400.

Ο πολλαπλός εκτοξευτής πυροβολικού MLRS όσο και το βλήμα ATACMS, σε προηγούμενες εκδόσεις του που σήμερα επιτυγχάνει βεληνεκές 300 χλμ., βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο εδώ και χρόνια. Όλες οι παραπάνω εξελίξεις θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά και τον μακρόπνοο ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος του Αρχιπελάγους του Αιγαίου προσφέρει στη χώρα μας ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.

Η αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου προσφέρει στην Ελλάδα μια βάση για την ανάπτυξη ενός ιστού αισθητήρων και βλημάτων που θα εντοπίζουν, ιχνηλατούν, εγκλωβίζουν και καταστρέφουν τις τουρκικές πλατφόρμες μάχης, συμπεριλαμβανομένων και των S–400. Οι τελευταίοι δεν έχουν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίζουν όπλα πυροβολικού, αλλά  ακόμη και αν μπορούσαν να προστατευτούν από παρόμοιες επιθέσεις με την τοποθέτηση μιας πυκνής τερματικής αεράμυνας γύρω τους, από συστήματα όπως είναι το Pantsyr SM ή το Derivatsiya – PVO, το κόστος τους θα καθίστατο απαγορευτικό.

Ένα πιθανό μειονέκτημα αυτής τη λύσης θα ήταν το γεγονός ότι τα συστήματα πυροβολικού λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο πλεγμάτων “αναγνώρισης – κρούσης” (reconnaissance – attack complexes) και απαιτούν πληροφορίες. Όμως, ο ελληνοτουρκικός χώρος αντιπαράθεσης είναι μάλλον μικρός και δύσκολα μπορείς να αποκρύψεις ένα τόσο μεγάλο σύστημα όπως μια πυροβολαρχία S-400, η οποία, μεταξύ των άλλων, θα γίνεται αντιληπτή από τις ίδιες τις ηλεκτρονικές της εκπομπές. Επιπροσθέτως, αν και τα επιμέρους υποσυστήματα του S-400 είναι εποχούμενα, δεν έχουν την κινητικότητα που απαιτείται για να μπορούν να αποφεύγουν την στοχοποίηση δια της κίνησης.