Μνήμες εισβολής 45 έτη μετά – Ο «ενεργειακός Αττίλας» περικυκλώνει Κύπρο και Ελλάδα…

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 11 λεπτά

του Αναστάσιου Τσιπλάκου – Συμβούλου Στρατηγικής South East Med Energy & Defenseανα

β’μέρος

Στο πρώτο μέρος εξετάσαμε πως εξελίσσεται η τουρκική “ενεργειακή” εισβολή και η περικύκλωση της κυπριακής ΑΟΖ από τα τουρκικά γεωτρύπανα και τα ερευνητικά-σεισμογραφικά σκάφη, καθώς και ποια είναι η στρατηγική της  Τουρκίας. Στο δεύτερο μέρος που παρουσιάζουμε σήμερα, θα εξετάσουμε ποια είναι η ωμή πραγματικότητα, τι πρόκειται να ακολουθήσει κι εάν και πώς μπορούν η Κυπριακή κι η Ελληνική Δημοκρατία να αντιδράσουν στα σχέδια της Τουρκίας.

Η ωμή αλήθεια

Στην περίπτωση της Κύπρου, η Άγκυρα δεν αισθάνεται κόστος από τις μέχρι σήμερα διεθνείς αντιδράσεις και δεν υπολογίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία και δεν αναγνωρίζει. Και δεν πρόκειται να καθορίσει ΑΟΖ μαζί της. Κατά την τελευταία ενημέρωση των πρέσβεων της ΕΕ στην Άγκυρα και κατά τις διπλωματικές επαφές με τους Αμερικανούς, οι τουρκικές θέσεις είναι έγγραφες και σαφείς: Πρώτο, ΑΟΖ θα καθοριστεί μετά τη λύση του Κυπριακού. Δεύτερο, οποιαδήποτε συμφωνία των Ελληνοκυπρίων, τονίζει η Άγκυρα, για το ζήτημα των υδρογονανθράκων θα μπορεί να γίνει δεκτή μόνο εάν υπάρξει συναπόφαση με τους Τουρκοκυπρίους. Εφόσον, όμως, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, τι ζητά ή ίδια; Τονίζει ότι, για να γίνουν δεκτές οι ενεργειακές αποφάσεις της Κύπρου, θα πρέπει να εξευρεθεί μια φόρμουλα αναγνώρισης του ψευδοκράτους προ της λύσης!

Η κατάσταση σήμερα, όπως διαμορφώνεται σε γεωπολιτικό πλαίσιο, είναι η τουρκική εισβολή και πλήρης περικύκλωση της κυπριακής ΑΟΖ από τα γεωτρύπανα και το ερευνητικό “Μπαρμπαρός”, μαζί με τη συνοδεία πολεμικών σκαφών και την αεροπορική τους κάλυψη από μαχητικά και UAVs.

Και απ’ ό,τι φαίνεται προς το παρόν, κανείς δεν είναι διατεθιμένος να αντιδράσει και να επιχειρήσει δυναμικά την εκδίωξη των τουρκικών σκαφών. Πολλώ δε μάλλον, η Κυπριακή Δημοκρατία που διαθέτει στην κατοχή της μόνο πολιτικά, διπλωματικά και νομικά όπλα. Μη διαθέτοντας αξιόλογες Ένοπλες Δυνάμεις, ιδιαίτερα Ναυτικό και Αεροπορία, δεν έχει τη δυνατότητα οποιασδήποτε άλλης αντίδρασης πέραν της διπλωματικής και νομικής οδού.

Όλα τα παραπάνω, αποδεικνύουν περίτρανα τη βασική της αδυναμία να υπερασπιστεί αποτελεσματικά το ενεργειακό της πρόγραμμα, καθώς και το σύνολο της ΑΟΖ της. Πέρα από τις πολύ σωστές κινήσεις συμμετοχής στις Τριμερείς και τις στρατιωτικές ασκήσεις, η Κύπρος είναι κυρίως εξαρτώμενη από τη δυνατότητα και την πρόθεση της Ελλάδας να αναλάβει την εγγύηση του ξεχασμένου «Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος», με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλά και από τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως των Η.Π.Α. και της Γαλλίας ανάλογα των συμφερόντων τους, οι οποίες πέρα από τις φραστικές καταδίκες θα κρίνουν σκόπιμο να επιβάλλουν δυναμικά την παύση των τουρκικών προκλήσεων και προσπαθειών να επιτύχουν «τετελεσμένα γεγονότα» στην περιοχή.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με το Κυπριακό ανοικτό, η ΕΕ προσπαθεί να είναι “και με τον αστυφύλαξ και με το χωροφύλαξ” και βρήκε τη γνωστή φόρμουλα σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών, με την οποία εντέλλεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Υπηρεσία Εξωτερικών Υποθέσεων να εισηγηθούν τη λήψη στοχευμένων μέτρων κατά της Τουρκίας. Οι εταίροι και δη οι Γερμανοί και άλλοι, που έχουν μεγάλα οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα στην Τουρκία, κερδίζουν χρόνο μέσω των προτάσεων της Επιτροπής και δεν συγκρούονται κάθετα με την Τουρκία.

Επιπροσθέτως, φοβούνται ότι κεντρικό αντίμετρο της Τουρκίας στην επιβολή κυρώσεων είναι το άνοιγμα της κάνουλας του μεταναστευτικού, το οποίο η Άγκυρα έχει μετατρέψει από ανθρωπιστικό ζήτημα σε οικονομική, κοινωνική και πολιτική απειλή για την Ευρώπη. Έχει ναρκοθετήσει τη διαδικασία από το Αιγαίο ως τις Βρυξέλλες.

Τόσο η κεντρο-δεξιά όσο και οι σοσιαλιστές και οι αριστερά φοβούνται ότι ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα από την Τουρκία θα εξελιχθεί σε τσουνάμι και θα αυξήσει τους ακροδεξιούς στην Ευρώπη, οξύνοντας τα ήδη υφιστάμενα προβλήματα.

Και έπειτα από όλα αυτά, δυόµισι µήνες µετά την έλευση του “Φατίχ” στην κυπριακή ΑΟΖ και έναν µήνα έπειτα από τη Σύνοδο Κορυφής της 20ής Ιουνίου, στο κείµενο των συµπερασµάτων που ενέκρινε πρόσφατα το Συµβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ «…εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, παρά τις επανειληµµένες εκκλήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης να σταµατήσει τις παράνοµες δραστηριότητές της στην Ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία συνέχισε τις εργασίες γεώτρησης δυτικά της Κύπρου και ξεκίνησε δεύτερη δραστηριότητα γεώτρησης βορειοανατολικά της Κύπρου εντός κυπριακών χωρικών υδάτων».

Θυμίζουμε πάντως, ότι η επόµενη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, όπου δύναται να ληφθεί και η σχετική απόφαση για πιθανές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, είναι κανονικά προγραµµατισµένη για τον … ερχόµενο Οκτώβριο.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, μετά τη φραστική αντίδραση, η Άγκυρα κλιμακώνει ανακοινώνοντας ότι θα στείλει στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου και τέταρτο σκάφος, το ερευνητικό “Ορούκ Ρεϊς”, για να λειτουργεί ενισχυτικά στην όλη επιχείρηση που βρίσκεται σε εξέλιξη, μαζί με το επίσης ερευνητικό σκάφος “Μπαρμπαρός” και τα γεωτρύπανα “Γιαβούζ” και “Φατίχ”. Αυτή η ανακοίνωση επιβεβαιώνει τις προθέσεις της Άγκυρας να εδραιώσει την παρουσία της στην κυπριακή ΑΟΖ. Κι αυτό γίνεται με τις γεωτρήσεις αλλά και με την ενίσχυση της παρουσίας με νέα πλοία.

Στρατηγική ισοδύναμων ανταλλαγμάτων

Συνεπώς, επιβάλλεται μια διαφορετική στρατηγική και η προώθηση ισοδύναμων ανταλλαγμάτων στους εταίρους και τούς συμμάχους, κυρίως τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Τα όποια μέτρα δεν θα βρίσκονται σε συνάρτηση μόνο με το δίκαιο, αλλά και με τα συμφέροντα και τα ισοδύναμα ανταλλάγματα.

Πρώτο και κύριο μέλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι να πείσει εταίρους και συμμάχους με ποιον θα συνομιλούν τώρα και στο μέλλον για το φυσικό αέριο. Κι αυτό γιατί με τη φόρμουλα της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού, το οποίο στην ουσία σημαίνει συνδιοίκηση με την Τουρκία, δίνεται η εντύπωση ότι ο διαχειριστής του φυσικού αερίου θα αλλάξει. Θα μεταβιβαστεί στην Άγκυρα μέσα από την επιβεβαίωση της αναθεωρητικής της πολιτικής.

Όποια και να είναι τα μέτρα κατά της Τουρκίας και με τις δεδομένες ταχύτητες που κινείται η ΕΕ, η Κύπρος βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ δισεπίλυτο πρόβλημα. Δεν απαλλάσσεται από τις τουρκικές προκλήσεις και τα τετελεσμένα, που έχουν δημιουργηθεί στην κυπριακή ΑΟΖ.

Μόνο εάν επιβληθούν τελικά μέτρα κάποιου σοβαρού κόστους στην Άγκυρα, τα οποία δεν θα είναι σπασμωδικά και “ισορροπημένα”, τότε και μόνο ίσως να γεννηθεί ελπίδα αντιμετώπισης της κατάστασης. Η Άγκυρα εφόσον δεν έχει ακόμη απαγορευτικό κόστος θα συνεχίσει την πολιτική της και θα εμφανίζεται και ως αδικημένη έναντι των Ευρωπαίων.

Και στο βάθος το Αιγαίο…

Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας χάρτης με τις τουρκικές διεκδικήσεις, οι οποίες καταλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο του χώρου του βορείου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, σε συνέχεια με τις παραχωρήσεις που είχε κάνει η γειτονική μας χώρα στην τουρκική εταιρεία πετρελαίων.

Τα ελληνικά νησιά που έχουν ακτογραμμές στην περιοχή αυτή είτε αγνοούνται πλήρως, είτε η υφαλοκρηπίδα που θεωρητικά αποδίδεται σε αυτές από τις τουρκικές αρχές, είναι μηδαμινή. Φυσικά ο χάρτης αυτός έχει περιορισμένη, μηδενική θα έλεγα, αξία, γιατί είναι αποτέλεσμα μιας μονομερούς ενέργειας της γείτονος, που δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, καθώς η οριοθέτηση απαιτεί συμφωνία με τα εμπλεκόμενα μέρη, εν προκειμένω την Ελλάδα προς τα δυτικά, την Κύπρο προς τα ανατολικά, και την Αίγυπτο προς τα νότια.

Η χάραξη, ωστόσο, των οριοθετικών γραμμών στην περιοχή έχει έναν προορισμό, καθώς καταδεικνύει τα όρια των διεκδικήσεων της γείτονος στην Ανατολική Μεσόγειο, και αποτελεί, θεωρητικά, μια πρόσκληση προς τους ενδιαφερομένους να επιζητήσουν μιαν άρση της προκληθείσας διαφοράς με διαπραγματεύσεις, που μπορούν να καταλήξουν σε δικαστική επίλυση -αν οι διαπραγματεύσεις αποβούν άκαρπες, ή αν το αντικείμενό τους είναι εξαρχής η σύναψη ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι η περιοχή που καλύπτει η εικαζόμενη ως τουρκική υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει και περιοχές για τις οποίες η Ελλάδα έχει εκδηλώσει, σε προγενέστερο χρόνο, την πρόθεσή της να είναι στην ελληνική αρμοδιότητα και να έχει επ’ αυτών κυριαρχικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της.

Σε κάθε περίπτωση, και ξεχνώντας τις ελληνικές διεκδικήσεις και το εύρος τους στην Ανατολική Μεσόγειο, το γεγονός ότι η Τουρκία αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την ελληνική υφαλοκρηπίδα που παράγεται από τις γραμμές βάσης των ακραίων ελληνικών νησιών (Ρόδος, Κάρπαθος, Κρήτη), που με τα ανατολικά παράλιά τους έχουν σαφώς προβολή στη θάλασσα αυτήν, έστω με περιορισμένη επήρεια, δίνει την αφορμή στην Ελλάδα να αναζητήσει την επίλυση της διαφοράς μέσω διαπραγματεύσεων ή προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.

Τα πράγματα θα δυσκολέψουν αν η Τουρκία επιχειρήσει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της να στείλει πλοίο στην περιοχή και να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στο βυθό της θάλασσας, που ταυτόχρονα διεκδικείται και από την Ελλάδα, ως δική της υφαλοκρηπίδα.

Και δεν θα πρόκειται, βεβαίως, για πράξη που εξομοιώνεται με εισβολή στο εθνικό έδαφος, απλούστατα γιατί η υφαλοκρηπίδα δεν αποτελεί εθνικό έδαφος, αλλά συνιστά περιοχή, που το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστικά  λειτουργικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους του, και που η ενέργεια του τουρκικού κράτους συνιστά αγνόηση της αποκλειστικότητας χρήσης, που το Διεθνές Δίκαιο έχει αποδώσει στην Ελλάδα. Οι συνθήκες δεν αλλάζουν κι αν ακόμα θεωρήσουμε ότι η περιοχή είναι Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), γιατί και εκεί το παράκτιο κράτος έχει λειτουργικά δικαιώματα, πιο εκτεταμένα είναι η αλήθεια από αυτά της υφαλοκρηπίδας, αλλά πάντως περιορισμένα από το γεγονός της λειτουργικότητας που προσδιορίζεται από το Δίκαιο της Θάλασσας.

Το πρόβλημα για την ελληνική πλευρά είναι πως η Ανατολική Μεσόγειος δεν έχει οριοθετηθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, έτσι ώστε να επιλυθεί το ζήτημα του τι ανήκει στον καθένα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Η Ελλάδα στηριζόμενη στην υπόθεση ότι το Καστελλόριζο της προσφέρει, με την προβολή των ακτών του, ένα μεγάλο τμήμα ΑΟΖ διεκδικεί μια περιοχή που εξικνείται ώς την ΑΟΖ της Κύπρου, ενώ η Τουρκία στηριζόμενη στο μήκος των ακτών της διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στη θάλασσα αυτήν. Και όπως είπαμε παραπάνω, οι διεκδικήσεις αυτές πάσχουν από μια μονομέρεια, που δεν δημιουργεί δίκαιο.

Πάντως, το σημερινό περιβάλλον έτσι όπως έχει εξελιχθεί δε δίνει περιθώριο για πολλή αισιοδοξία. Αντιθέτως, επιτείνει μια επικίνδυνη εκκρεμότητα, η οποία παίρνει διαστάσεις και μπορεί, μέσα από την απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, να ξεφύγει του ψύχραιμου ελέγχου των αντιτιθέμενων μερών.

Ταυτόχρονα, η στάση που θα τηρήσει η ΕΕ στο θέμα των τουρκικών παραβιάσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, θα παίξει σημαντικό ρόλο για τις όποιες εξελίξεις. Θα αποτελέσει πρόκριμα για το τι μπορεί να συμβεί στην εικαζόμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα, σε περίπτωση προσβολής των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι η κατάσταση δεν προσομοιάζει, καθώς η κυπριακή ΑΟΖ είναι οριοθετημένη και με συμφωνία των ενδιαφερόμενων γειτονικών κρατών. Ενώ η ελληνική υφαλοκρηπίδα είναι προϊόν απλών εκτιμήσεων των ελληνικών αρχών, ως προς την έκτασή της.

Ωστόσο, μια δυναμική στάση της ΕΕ στο ζήτημα της Κύπρου, ίσως αποθαρρύνει την Τουρκία από το να επαναλάβει την ίδια συμπεριφορά στην περιοχή μας. Πάντως, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να υπάρξει μια οριστική συνολική λύση, μια οριοθέτηση. Απαιτείται, λοιπόν, μια γενναία αντιμετώπιση των θεμάτων και ακόμη πιο γενναίες και δύσκολες αποφάσεις.

Τι μέλει γεννέσθαι…

Μπορεί σήμερα όλες οι δυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, να συντάσσονται στο πλευρό της Κύπρου, όμως είναι αδιευκρίνιστο σε τι βαθμό θα αντιταχθούν στον Τουρκικό “τσαμπουκά” και εάν θα αποτολμήσουν ενεργητική επέμβαση προκειμένου να εμποδίσουν την Τουρκία από το να συνεχίσει τις γεωτρήσεις εντός της Κυπριακής ΑΟΖ ακόμη πιο δυναμικά. Οι δε εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών είναι ότι μια τέτοια “δυναμική” αναμέτρηση δεν θα συμβεί σε αυτό το στάδιο, εφόσον  δεν πλήττονται άμεσα συμφέροντα δυτικών εταιρειών σε κάποιο από τα ερευνητικά τεμάχια που έχει οριοθετήσει η Κύπρος.

Καλώς ή κακώς η ελληνική κυβέρνηση, η οποία είναι και η μόνη δύναμη της περιοχής που εκ των πραγμάτων οφείλει να αντιπαρατεθεί στην Τουρκία κι έχει την εθνική υποχρέωση να το πράξει, ζει με το άγχος του ενδεχόμενου μιας παράλληλης πρόκλησης με αυτήν που ζει η αντίστοιχη κυπριακή στην ΑΟΖ της.

Δηλαδή να της επιβληθούν τετελεσμένα στη θάλασσα. Οφείλει, λοιπόν, να μην αιφνιδιασθεί για άλλη μια φορά, να σχεδιάσει μια ψύχραιμη αποτρεπτική στρατηγική λαμβάνοντας υπόψιν τις πιθανές απειλές, αλλά και τις σημαντικές δυνατότητες που διαθέτει, τόσο σε διπλωματική όσο και αμυντική ισχύ.

Για άλλη μια φορά, ο “Από Μηχανής Θεός” θα μπορούσε να είναι οι ΗΠΑ η οποία είναι η μόνη δύναμη που διαθέτει την ισχύ σίγουρα, τη θέληση μάλλον και τη στρατηγική, να δούμε, για την εξισορρόπηση της κατάστασης στη Ν. Ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Όπως, όμως, έχει διαμορφωθεί η κατάσταση σήμερα είναι και αυτό αρκετά πιο δύσκολο απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν. Κι αυτό λόγω της “διολίσθησης” Ερντογάν από το ΝΑΤΟ και την αυξανόμενη ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, με τελευταίο επεισόδιο το σταδιακό αποκλεισμό της από το πρόγραμμα του F-35 και την παρακράτηση των ήδη αρχικά παραχωρηθέντων 4 μαχητικών, καθώς και την αποπομπή κι επιστροφή στη χώρα τους των περίπου 35 τουρκικών πληρωμάτων και μηχανικών που εκπαιδεύονταν σε αυτά σε αμερικανική βάση, εν αναμονή και άλλων κυρώσεων…