Του Νίκου Τ. Παγώνη
Το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο πρόσφατος χαρακτηρισμός, «αποβράσματα της κοινωνίας», του υπουργού μεταφορών Κώστα Καραμανλή είναι ατυχής. Η αδικαιολόγητη αυτή φράση για εκείνους που δεν καταβάλλουν το αντίτιμο του εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι τελείως απαράδεκτη και προσβλητική.
Παρόλο που ο υπουργός βιάστηκε να δικαιολογήσει τη φράση ότι λέχθηκε στη ρύμη του λόγου, καλό θα είναι οι υπεύθυνοι της κυβέρνησης, της οποιασδήποτε κυβέρνησης, να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους.
Εντύπωση, όμως προκάλεσε και η βιασύνη με την οποίαν ορισμένοι πέρα από το να αναφερθούν σκωπτικά για τη λεκτική απρέπεια του υπουργού, ένιωσαν και την ανάγκη να υπερασπιστούν τους “τζαμπατζήδες”.
Επιβαίνω συχνά σε ένα από τα μέσα των συγκοινωνιών όχι μόνο γιατί στην περίπτωσή μου, το βρίσκω εξυπηρετικό, αλλά και γιατί μου αρέσει να παρατηρώ τους υπόλοιπους συνεπιβάτες. Είναι κάτι σαν “παρατηρητήριο” των κοινωνικών τάσεων και συμπεριφορών, είδους μελέτης και ανάλυσης δεδομένων, που χωρίς να έχουν την παραμικρή επιστημονική βάση προσφέρουν ένα παραθυράκι προβληματισμού και στοχασμού.
Σε πολλές, λοιπόν, από αυτές τις μετακινήσεις μου, παρατηρώ μεγάλο αριθμό ατόμων που ανεβαίνουν στο λεωφορείο ή στο τρόλεϊ και ανέμελα περνούν μπροστά από το ακυρωτικό μηχάνημα «σφυρίζοντας» αδιάφορα. Αρχικά, το απέδωσα στην άγνοια μου περί καρτών διαρκείας, μηνιαίων κτλ., στη συνέχεια, όμως, πληροφορήθηκα ότι όλες οι κάρτες, ανεξαρτήτου διαρκείας, οφείλουν να ακυρώνονται.
Τότε, λοιπόν, πλέον κατάλαβα ότι όλοι αυτοί που αποφεύγουν τη σχέση με το ακυρωτικό μηχάνημα δεν είναι τίποτα άλλο από “κοπανατζήδες”, “τζαμπατζήδες“, ή οτιδήποτε άλλο επίθετο προσδιορίζει κάποιον που δόλια αποφεύγει την καταβολή εισιτηρίου ή του οποιουδήποτε άλλου κομίστρου.
Ο δημόσιος χαρακτήρας των μέσων μαζικής μεταφοράς εννοεί ότι ανήκουν στην κοινωνία και όχι ότι προσφέρονται για τη δωρεά μεταφορά των πολιτών. Εννοεί όμως και κάτι άλλο: ότι ανήκουν σε όλους και ότι η ευθύνη ύπαρξής τους και καλής λειτουργίας τους εξαρτάται από τον ίσο καταμερισμό του κόστους, που εκφράζεται με τη μορφή ενός εισιτηρίου.
Με άλλα λόγια δηλαδή, η καταβολή του εισιτηρίου είναι μια κοινωνική υποχρέωση εκείνων που χρησιμοποιούν το μέσον και όχι γενικά των φορολογουμένων, το σύνολο των οποίων ενδεχομένως να μη επιδιώκουν την επιβίβασή τους σε κάποιο εκ των μέσων.
Άρα, λοιπόν, το εισιτήριο είναι κάτι σαν ανταποδοτικό της χρήσης των μέσων και η μη καταβολή του συνεπάγεται με δωρεάν χρήση μίας υπηρεσίας εις βάρος εκείνων που πληρώνουν. Δημιουργεί, δηλαδή, δύο κατηγορίες πολιτών: των κορόιδων που πληρώνουν και των έξυπνων που την «κοπανάνε».
Οι διάφοροι «πονόψυχοι» που έσπευσαν να τονίσουν στον υπουργό ότι αυτοί που δεν πληρώνουν είναι οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι κακομοίρηδες και όλοι οι λοιποί που η κρίση τους εξαθλίωσε, άρα δικαιολογημένα δεν μπορούν να καταβάλουν εκείνο που δεν έχουν,υποθέτω ότι ένιωσαν την ανάγκη να «υπερασπιστούν» για μια ακόμα φορά των αδικημένων και των κατατρεγμένων.
Αυτοί που δεν πληρώνουν δεν ανήκουν σε μία κατηγορία
Η δική μου εμπειρία, και επίμονα το παρατήρησα, είναι άλλη. Αυτοί που δεν πληρώνουν δεν ανήκουν σε μία κατηγορία μόνο. Είδα, παιδιά, άντρες, γυναίκες, μεσήλικες και ηλικιωμένους, αλλοδαπούς και γηγενής, τους πάντες. Προσπάθησα να αναλύσω το παρουσιαστικό, τη συμπεριφορά, να προσδιορίσω την αστική τάξη (βεβαία αυτοί που παίρνουν το λεωφορείο δεν ανήκουν προφανώς στην υψηλή τάξη) και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που θα μου επέτρεπαν να καταλήξω στο προφίλ ενός τζαμπατζή.
Παραδέχομαι ότι δεν τα κατάφερα. Είτε γιατί στερούμαι των επιστημονικών γνώσεων είτε γιατί το δείγμα είναι μικρό είτε γιατί δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο είδος που επιλέγει την παραβατικότητα. Γιατί για παραβατικότητα “καραμπινάτη” πρόκειται.
Πάντως για να τελειώνουμε αυτή την κουβέντα, δεν είναι μόνο αυτοί που δεν πληρώνουν, είναι κι εκείνοι, που χωρίς στοιχεία, στριμώχνονται ποιος θα δικαιολογήσει πρώτος τους παραβάτες. Σαν κάτι “Ρομπέν των Δασών”, προστάτες των αδυνάτων και των κατατρεγμένων, που στα μάτια τους φαντάζουν όλοι όσοι αρνούνται να επωμιστούν τις κοινωνικές τους ευθύνες. Είτε πρόκειται για το «δεν πληρώνω» είτε γιατί έτσι γουστάρω είτε γιατί το κράτος είναι κακό και απάνθρωπο.
Χωρίς, όμως, να σκέπτονται ότι, κάθε φορά η παραβατικότητα δικαιολογείται, μια νέα θα ξεσπάσει κάπου αλλού. Και οι πολλές παραβατικότητες κάνουν τη ζωή όλων μας αβάστακτη. Όχι μόνο των πλουσίων και των ευνοούμενων.