Του Νίκου Τ. Παγώνη
Στην παρέα φίλοι καλοί, παλιοί και νέοι. Αναπόφευκτα, η συζήτηση περιηγήθηκε στα γνωστά θέματα που απασχολούν την καθημερινότητα των Ελλήνων: η κρίση, η ανέχεια, η ανεργία και όλα τα κακώς κείμενα που ταλανίζουν τους πάντες για πάρα πολύ καιρό τώρα. Τα παράπονα, οι αναλύσεις, οι τοποθετήσεις, τα σχόλια έδιναν και έπαιρναν. Τελικά, η συζήτηση επικεντρώθηκε σε δύο σημεία: την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τους κακούς ξένους, στις πλάτες των οποίων πολλοί αρέσκονται να φορτώνουν όλα τα κακά.
Η παρέα δεν ήταν τυχαία. Άνθρωποι μορφωμένοι, καλοβαλμένοι, μετριοπαθείς και καλοπροαίρετοι, με ανοικτούς ορίζοντες και πάθος για τη δουλειά τους, όπερ και η επιτυχία τους στον τομέα τους. Άτομα της μεσαίας τάξης, δηλαδή, με χωρίς πολιτική ατζέντα και ακραίες τοποθετήσεις. Μέλη της ραχοκοκαλιάς του τόπου, που πονάνε και ανησυχούν για τα δρώμενα, γεμάτα με απαισιοδοξία, όμως, για το μέλλον αυτού του τόπου. Και εδώ εστιάζεται το όλο πρόβλημα.
Πράγματι, πώς είναι δυνατόν να ελπίζεις ό,τι κάτι θ’ αλλάξει όταν έχεις καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην Ένωση στην οποία η χώρα σου ανήκει είναι αποτυχημένη.
Ότι οι ξένοι, κυρίως οι Γερμανοί εξουσιάζουν τα πάντα για το δικό τους όφελος και, τελικά, ότι οι ξένες επενδύσεις είναι ζημιογόνες για τη χώρα και μόνο σκοπό έχουν τη δημιουργία πλούτου για τους επενδυτές εις βάρος της χώρας και του λαού της.
Το αφήγημα και τα επιχειρήματα, βεβαίως, δεν αποτελούν αποκλειστικότητα της συγκεκριμένης παρέας, και ούτε απόψεις μιας συγκεκριμένης μερίδας του λαού της χώρας. Κατά μεγάλο ποσοστό είναι ιδέες γενικά αποδεκτές και κατοχυρωμένες στο μυαλό του κόσμου. Και όταν σκέπτεσαι ότι είσαι χαμένος από χέρι, με τι καρδιά να δεις την επόμενη μέρα να ξημερώνει;
Σε γενικές γραμμές η συλλογική μνήμη είναι περιορισμένης διάρκειας. Σύντομα λεπτομέρειες ξεχνιούνται και τα οφέλη συμφωνιών και συμβάσεων ξεθωριάζουν σε βάθος χρόνου και κατατάσσονται στην καθημερινότητα, χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα για το πώς και το γιατί.
Έτσι, και η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζεται, σύμφωνα με το λαϊκό αφήγημα, από ζημιογόνα ως καταστροφική. Κάπου έχει ξεχαστεί η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό πολλών πτυχών της ζωής των πολιτών (ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου, ισονομία και ισοπολιτεία, για να πούμε μερικά), τα τεράστια Κοινοτικά κονδύλια προς προσαρμογή της ελληνικής πραγματικότητας στα ευρωπαϊκά επίπεδα, τα απύθμενα ταμεία για επιχορηγήσεις, καινοτομία, αναβάθμιση δομών κτλ, και τελικά η μεγαλύτερη οικονομική διάσωση στην παγκόσμια ιστορία με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να μην πτωχεύσει η χώρα.
Οι σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι ενοχλούν γιατί χρεώνουν διόδια (πού στον κόσμο δεν χρεώνονται;) και γιατί τα διόδια-άκουσον, άκουσον- τα εισπράττουν άλλοι και όχι το κράτος.
Ξεχνιέται το τεράστιο όφελος για τις συγκοινωνίες και τη διακίνηση ατόμων και αγαθών, η προστιθέμενη αξία στην τουριστική ανάπτυξη, την ασφάλεια και τη συντόμευση χρόνου διαδρομής που προσφέρει ένας σύγχρονος και υψηλών προδιαγραφών αυτοκινητόδρομος και ενοχλεί η πληρωμή διοδίων. Δεν υπολογίζεται ή σκοπίμως ξεχνιέται η επένδυση δισεκατομμυρίων ευρώ από Κοινοτικούς και πόρους του ιδιωτικού τομέα και ότι χωρίς την ιδιωτική επένδυση τίποτα δεν θα είχε επιτευχθεί. Τα διόδια είναι το πρόβλημα.
Και αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο μέρος της συζήτησης: οι επενδύσεις. Η ιδιωτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους της κρατικής μηχανής ενοχλεί και εκνευρίζει. Σπάνια υπεισέρχεται στο θέμα η άθλια κατάσταση και χείριστη εξυπηρέτηση που προσφέρεται από τις κρατικές δομές και η προσοχή εστιάζεται σε κάτι που έντονα ακούγεται: Ξεπουλάνε τη χώρα! Και όσο οι Θεσμοί επιμένουν για αποκρατικοποίηση τόσο περισσότερο η κραυγή αυτή ακούγεται εντονότερα: Ξεπουλάνε τη χώρα!.
Το συναίσθημα της ιδιοκτησίας είναι βαθιά ριζωμένο στη ψυχή του Έλληνα. Ίσως γιατί χρόνια δουλείας τού στέρησαν το αγαθό της ιδιοκτησίας, ίσως γιατί τα μεγάλα τσιφλίκια μονοπωλούσαν την ιδιοκτησία, ίσως γιατί οι άλλοι, οι ξένοι, ευθυνόντουσαν πάντα για τα δεινά του λαού.
Δεν έχει σημασία εάν οι υπηρεσίες που προσφέρονται είναι από μέτριες έως άθλιες, δεν ενοχλεί αν οι απαρχαιωμένες δομές ενεργούν σαν φραγμός στην ανάπτυξη και δύσκολα κατανοείται ότι αν, για παράδειγμα, δεν είχε κτιστεί το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος θα ήταν αδύνατον να εισέλθουν στη χώρα τα μιλιούνια τουριστών, που σπάνε ρεκόρ κάθε χρόνο.
«Δεν είναι δικό μας» είναι η έκφραση που συνήθως ακούγεται. Και κατά κάποιον τρόπο έχει καταχωρηθεί στη συνείδηση πολλών ότι οι μόνοι ωφελημένοι από την κατασκευή του αεροδρομίου είναι οι ξένοι επενδυτές. Πολλή λίγη προσοχή και σκέψη δίνεται στο γεγονός ότι, πέρα από την αναβάθμιση σε διεθνή πρότυπα, το αεροδρόμιο πληρώνει φόρους, απασχολεί χιλιάδες υπαλλήλους, που κι αυτοί πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, και γενικά βοηθά στην ανάπτυξη και την προκοπή αυτού του τόπου.
«Ναι, αλλά δεν είναι δικό μας!» Δεν είναι δικό μας… Δηλαδή ποιανού είναι; Λέτε το Συνταξιοδοτικό Ταμείο των Δασκάλων του Οντάριο, στο οποίο ανήκει το 40% του αεροδρομίου, μπορεί μια μέρα να το πάρει και να φύγει; Να το πάει πού; στους καταρράκτες του Νιαγάρα, στο Οντάριο;
Γιατί τόση εχθρότητα στις ξένες επενδύσεις; Φταίει άραγε η έλλειψη γνώσης του τι συμβαίνει αλλού στον κόσμο; Είναι άραγε γνωστός ο ανταγωνισμός που γίνεται μεταξύ Πολιτειών και Επαρχιών στη Βόρεια Αμερική για την προσέλκυση επενδύσεων; Το γεγονός ότι κυβερνήσεις προσφέρουν κίνητρα σε επενδυτές, από φορολογικές απαλλαγές, προνομιακές χρεώσεις μέχρι άτοκα δάνεια ή εγγυήσεις δανείων προς επίτευξη της επένδυσης, πόσο γνωστό είναι; Θα τολμούσε άραγε μία ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο ή κάτι τέτοιο θα κατέβασε τον κόσμο στους δρόμους να ζητούν το κεφάλι της επί πίνακι;
Κεχαγιά δεν σηκώνουν στο κεφάλι τους. Και σαν κεχαγιά βλέπουν τους πάντες που δεν θεωρούν δικούς τους. Και απαξιώνουν τις επενδύσεις, προβάλουν εμπόδια και κωλύματα και μετά… ε, μετά χάνουν τις ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Φαύλος κύκλος.
Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία η εσωστρέφεια μόνο δεινά επιφέρει. Ιδιαίτερα όταν ντόπια κεφάλαια είτε δεν επαρκούν είτε είναι ανύπαρκτα.
Και χωρίς κεφάλαια και επενδύσεις η δίνη της καταστροφής δύσκολα σταματά. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι κάποια εξωπραγματική αφήγηση (αριστερή την ονομάζουν μερικοί) κυριάρχησε. Και καταδυναστεύει και απαξιώνει και διώχνει επενδύσεις και επενδυτές.
Λέτε να φταίνε αυτοί οι ξένοι, οι κακοί ξένοι… Ή μήπως αξίζει να θυμηθούμε, κλείνοντας, τα λόγια του ποιητή: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;»