Την πάγια θέση του, την ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2020 επαναλαμβάνει το ΔΝΤ σε έκθεσή του, ενώ επισημαίνει για την κυβέρνηση ότι έχει κάνει μια “εξαιρετικά υποσχόμενη αρχή”.
Η έκθεσή του για τη χώρα περιλαμβάνεται στη “Δήλωση Συμπερασμάτων της Αποστολής του ΔΝΤ” που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και η οποία περιλαμβάνει και τη σύσταση για “μεγαλύτερη προσπάθεια” που πρέπει να καταβάλει άμεσα, η χώρα μας, καθώς, όπως αναφέρει, θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία “δύσκολη μάχη” για την ανάπτυξη.
Υποστηρίζει, δε, ότι θα χρειαστεί μιάμιση 10ετία για να φτάσουμε στα προ κρίσης επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, ενώ συνιστά να κοπούν σύντομα οι ρυθμίσεις για την α’ κατοικία και τις οφειλές. Για τις συντάξεις προτείνει να υπολογίζονται με το νέο σύστημα και οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, αλλά και να κοπεί η λεγόμενη «13η σύνταξη», ενώ ζητά κι άλλες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας.
Το ΔΝΤ “βλέπει” άνοδο του ΑΕΠ κατά 2% φέτος και το 2020 (σ.σ. δηλαδή επίδοση χαμηλότερη από αυτή που προσδοκά η κυβέρνηση), αλλά και κατά 0,9% στην συνέχεια. Έτσι, εκτιμά ότι η χώρα θα χρειαστεί 15 χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και ότι η βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, θέτει ως βασική προτεραιότητα την «αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα, ο οποίος τώρα είναι ένας δυσλειτουργικός κινητήρας ανάπτυξης», ενώ τονίζει ότι «η νέα κυβέρνηση αξίζει αναγνώριση για την άρση εμποδίων στις ιδιωτικοποιήσεις και για την προώθηση της διευκόλυνσης των επιχειρήσεων και της ψηφιοποίησης, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι της δομικής μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται ακόμη μπροστά μας». Και καταλήγει η Δήλωση: «Με βάση τα πρώτα ευρήματα αυτής της αποστολής, το προσωπικό θα ετοιμάσει μια έκθεση η οποία, εφόσον εγκριθεί από τη διοίκηση, θα παρουσιαστεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ για συζήτηση και απόφαση».
Στο πεδίο των δαπανών το ΔΝΤ αναφέρει ότι “σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες.
Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις. Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί)”.
Μία χλιαρή ανάκαμψη κληρονόμησε από το ΣΥΡΙΖΑ
“Η νέα κυβέρνηση κληρονόμησε μια χλιαρή ανάκαμψη, επιβαρυμένη από τις παρακαταθήκες της κρίσης και τις ανατροπές πολιτικών σε όλους τους τομείς μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, οι οποίες αύξησαν περαιτέρω τις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και εξωτερικές τρωτότητες.
Ενώ η κυβέρνηση έκανε μια πολλά υποσχόμενη αρχή με το να απομακρύνει εμπόδια αναφορικά με τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις και με το να προχωρήσει στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, χρειάζεται άμεσα μεγαλύτερη προσπάθεια σε όλους τους τομείς πολιτικής προκειμένου να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική εντός της νομισματικής ένωσης, να εξαλείψει το πλεονάζον χρέος και να επιτύχει περισσότερη ανάπτυξη βασισμένη στη συμπερίληψη.
Η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη αλλά είναι αντιμέτωπη με μια δύσκολη μάχη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά πριν την προσχώρηση στην Ευρωζώνη, αντανακλώντας σημαντικές παρακαταθήκες της κρίσης (υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, απουσία επενδύσεων, αδύναμη νοοτροπία πληρωμής και δυσμενείς δημογραφικές τάσεις.
Οι προοπτικές μετριάστηκαν περαιτέρω από την ευρεία υποχώρηση πολιτικών μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, με μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν από το πρόγραμμα να καθυστερούν (π.χ. δημοσιονομικές-διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), να ακυρώνονται (π.χ. τα προνομοθετημένα μεταρρυθμιστικά πακέτα για τις συντάξεις και τη φορολογία εισοδήματος) ή να ανατρέπονται (π.χ. βασικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013 και προσπάθειες διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ενίσχυσης της νοοτροπίας πληρωμών).