Μετανάστης είμαι- δείρτε με

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 8 λεπτά

Γράφει ο  Νίκος Τ. Παγώνης -Τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ (Καναδά)

Ευτυχώς που το χρώμα του δέρματός μου δεν είναι και πάρα πολύ σκούρο. Είμαι τυχερός που ζω σε μια γωνιά της γης που η καταγωγή μου δεν μου προκαλεί εφιάλτες τη νύκτα και χαίρομαι που  τις παραπάνω λέξεις δεν κινδυνεύω να τις ξεστομίσω σύντομα ή και ποτέ, ελπίζω.

Θα μπορούσε, όμως, και να ήταν  τα πράγματα αλλιώς. Να καταγόμουν, φερ’ ειπείν, από το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν ή κάποια χώρα της Αφρικής και η ανέχεια, η φτώχεια, η δυστυχία και η παντελής έλλειψη ελπίδας για το μέλλον να με είχαν σπρώξει στα παράλια κάποιας ευρωπαϊκής χώρας, που φήμες στην πατρίδα μου  έλεγαν ότι, εύκολα μπορώ να εγκατασταθώ εκεί ή από κει να μεταβώ σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

Και αν όλα αυτά τα σχετικά συνέτρεχαν, ε, τότε μπορεί να μη ξεστόμιζα ίσως αυτές τις ίδιες λέξεις, αλλά σίγουρα θα κινδύνευα σοβαρά να δαρθώ, να ξυλοκοπηθώ, να μαχαιρωθώ ή ακόμα (γιατί έχει συμβεί και αυτό) να δολοφονηθώ.

Και το χειρότερο; Ένα μέρος της κοινωνίας να πιστεύει και να υποστηρίζει ότι καλά μου κάνουνε, ορισμένα όργανα της τάξης  να κάνουν τα στραβά μάτια ή να μη δίνουν δεκάρα γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω τους και ορισμένες πολιτικές δυνάμεις (ο θεός να τις κάνει πολιτικές) να στήνουν την εκλογική τους επιτυχία στο ξυλοδαρμένο μου μαύρο κορμί.

Φαίνεται, ότι, με όλα αυτά τα συμβάντα, οπωσδήποτε δεν ανήκω στο ανθρώπινο γένος. Αναμφίβολα, θα είμαι κάτι το διαφορετικό από τους υπολοίπους ή, ακόμα χειρότερα, σίγουρα θα ευθύνομαι για όλα τα δεινά που ταλανίζουν τους κατοίκους αυτής της χώρας. Γιατί, πώς αλλιώς να δικαιολογήσω τόσο μίσος εναντίον μου;

Μου είχαν πει κάτι παραμύθια για κάποιον Ξένιο Δία, έναν αρχαίο θεό που προστάτευε τους επισκέπτες κι εγώ τα πίστεψα. Άλλοι λέγανε για κάτι ευγενικούς  ανθρώπους, καλοσυνάτους. Όμως, ουδείς  μου είχε πει τι πραγματικά με περίμενε. Δεν λέω, κάπου κι εμείς το παρακάναμε. Μαζευτήκαμε πολλοί και αρχίσαμε να ενοχλούμε. Γιατί όμως;

Ίσως γιατί δουλέψαμε στα έργα με φτηνά μεροκάματα. Μπορεί να μην άρεσε που πέσαμε με τα μούτρα στις γεωργικές δουλειές. Κάποιες από τις γυναίκες μας γηροκομούσαν υπερήλικες, με τις παραξενιές και τις γκρίνιες τους. Μπορεί να έφταιξε κι αυτό. Ή μήπως ήτανε το γεγονός ότι συχνά δουλεύαμε ατελείωτες ώρες για λίγα χρήματα, μέσα στο λιοπύρι και την τρομερή ζέστη, τη βροχή και την κακοκαιρία;

Πολύ ανησυχώ ότι έκλεψα τις δουλειές από τους ντόπιους,  όπως συχνά με κατηγορούνε. Άλλοι μου λένε ότι τις δουλειές που εμείς κάνουμε, κανένας δεν τις ήθελε, αλλά τι τα σκαλίζεις τώρα… οπωσδήποτε εγώ φταίω.

Υπάρχει, όμως, και η άλλη περίπτωση, πως μαζευτήκαμε πολλοί σε κάποιες γειτονιές, το κάναμε γκέτο μου λένε, και διώξαμε τους ντόπιους απ’ τα σπίτια τους. Δεν ξέρω, φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό το γιατί νοιώθω μεγαλύτερη σιγουριά και πολύ πιο άνετα μεταξύ συμπατριωτών μου. Να πω μια λέξη μαζί τους, να θυμηθούμε τον τόπο μας, να φάμε τα φαγιά μας, να ψωνίσουμε τα δικά μας πράγματα που μας αρέσουν.

Μάλλον όλα αυτά είναι αφύσικα για τους εδώ, και γι’ αυτό δε μας καταλαβαίνουν.  Σίγουρα, από όλα αυτά τα παραπάνω  τίποτα δεν έχουν οι ίδιοι ανάγκη.

Δεν μπορώ, όμως, να μη σκεφτώ ότι κάτι δεν ταιριάζει. Στις γειτονιές που πήγαμε, τα σπίτια ήταν άδεια. Μας καθησύχαζαν λέγοντάς μας ότι οι πρώην κάτοικοι επέλεξαν τα προάστια, δεν τους πήγαινε πλέον το κέντρο της πόλης, με το καυσαέριο και τα υπόλοιπα κουσούρια της περιοχής. ‘Ήταν κι αυτοί που μας θερμοπαρακαλούσαν να νοικιάσουμε τα διαμερίσματά τους. Κάπου νόμισα ότι έπεφτε σχετική εκμετάλλευση με το να μας χρεώνουν με το κεφάλι, αλλά νόμισα ότι έτσι ήταν η συνήθεια εδώ. Πού να ξέρω ο φουκαράς ότι και γι’ αυτό φταίω εγώ. Μια σκεπή να βάλω πάνω απ’ το κεφάλι μου ζητούσα και τίποτα παραπάνω. Προφανώς, δεν τα πολύ-καταλαβαίνω όλα αυτά, αλλά ποιος ξέρει; Θα έχουν τους λόγους τους, να ρίχνουν τα βάρη σε μένα.

Δουλειά έψαχνα να βρω και κάποιος μου σύστησε έναν έμπορο. Προϊόντα μαϊμούδες πουλούσε, μου τα φόρτωσε σ’ ένα σεντόνι και με ξαμόλησε στους δρόμους. Πείναγα,  εμπόριο έκανα, να ζήσω. Αλλά κι αυτό ενοχλούσε. Τα πράγματα όμως οι περαστικοί τα έπαιρναν, δεν τους στράβωνε η φτήνια. Μαζευτήκαμε, όμως, πολλοί. Καταλαβαίνω ότι η εικόνα που παρουσιάζαμε ήταν άσκημη. Τόσοι πολλοί μαύροι σ’ ένα μέρος. Μας έσπρωχναν όμως οι έμποροι. Και εμείς μεροκάματο θέλαμε, πού να περισσέψουν οι ευαισθησίες.

Το ίδιο και με την άλλη δουλειά που βρήκα. Σαχλαμάρες στα φανάρια τού δρόμου πουλούσα. Μερικοί με βρίζανε, άλλοι έσπαγαν πλάκα μαζί μου και ορισμένοι μιλούσανε ευγενικά, αυτοί ήτανε οι λίγοι. Τι να έκανα όμως; Κάπως έπρεπε να εξοικονομήσω τα προς το ζην.

Οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες μου, καθώς και οι υπόλοιποι μετανάστες φιλήσυχοι άνθρωποι είμαστε. Δεν ψάχνουμε για φασαρίες, ούτε μας αρέσουν τα επεισόδια και οι τσακωμοί. Όμως, άνθρωποι είμαστε κι εμείς. Θα τσακωθούμε, δεν θα τσακωθούμε  κάπου-κάπου; Ναι, μάλιστα… οι γύρω μας δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα μας και δικαιολογημένα “στραβομουτσουνιάζουν”. Δεν τους αφορά, πάντως. Δεν κινδυνεύουν. Πώς όμως να τους το εξηγήσεις; Τα έχουν ήδη βγάλει τα συμπεράσματά τους. Είμαστε επικίνδυνοι.

Βέβαια και δεν είμαστε όλοι αγγελούδια. Ποιος λαός αποτελείται μόνο από αγγελούδια; Κι εμείς έχουμε τα σκαθάρια μας, τα απόβλητα της κοινωνίας, τους εγκληματίες και τους επικίνδυνους. Δεν είμαστε όμως όλοι το ίδιο. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι το ίδιο. Κανένας λαός δεν αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από εγκληματίες. Όμως, έτσι μας βλέπουν όλους.

Ένας εγκληματεί, χιλιάδες καταδιώκονται. Περνάνε από δίπλα μας και σφιχταγκαλιάζουν την τσάντα τους. Υπάρχει πιθανότητα να είναι και το χρώμα μας. Μαύρο ίσον κακό, δεν λένε;

Μπορεί να ευθύνεται και το γεγονός ότι βρίσκομαι στη χώρα παράνομα. Σωστά. Παράνομα εισήλθα και παράνομα κατοικώ εδώ. Εγώ, πάντως, πεινούσα κι έπρεπε να βρω δουλειά οπουδήποτε στον κόσμο. Όταν η κοιλιά γουργουρίζει και τα παιδιά σου  πέφτουν νηστικά για ύπνο, το τελευταίο που σε απασχολεί είναι αν θα μπεις σε μια χώρα νόμιμα. Και όταν νόμιμα αποκλείεται, μπαίνεις παράνομα. Παράνομα…

Όταν ουδείς σε σταματά στα σύνορα ή κάνουνε  τα στραβά μάτια, τι να υποθέσεις; Ακόμα κι όταν σε πιάνανε και μετά από λίγο σ’ αφήνανε ελεύθερο να πας όπου θέλεις, τι έπρεπε να κάνεις; Να γυρίσεις πίσω στα πεινασμένα σου παιδιά; Για σκεφτείτε  το λιγάκι…

Πάντως, ψευδαισθήσεις δεν είχα. Κατείχα ότι σε περιπέτεια έμπαινα. Σε ξένη χώρα πήγαινα. Θα ήταν ανόητο να περιμένω ότι δε θα τα βρω όλα ρόδινα.  Ωστόσο, αυτό το κακό δεν το περίμενα. Ομάδες κουκουλοφόρων, άλλοι με κράνη, ντυμένοι στα μαύρα να μας κυνηγούν με λοστούς, κατσαβίδια και μαχαίρια. Να μας τη στήνουν, να μας ξυλοκοπούν και να μας μαχαιρώνουν. Με κλωτσιές και βρισιές να μας διώχνουν, να πάμε πίσω στην πατρίδα μας. Μας πετάνε έξω από τα σπίτια που νοικιάζουμε, μας ξυλοφορτώνουν στον ύπνο, μας κάνουν τη ζωή μας κόλαση. Ούτε στους χώρους λατρείας μας  νοιώθουμε ασφαλείς πλέον. Θα νόμιζε κανείς  ότι τουλάχιστον εκεί θα μας σεβόντουσαν. Την προσευχή μας κάνανε, τι το άσχημο μ’ αυτό;

Δεν ξέρω. Κάπου έχω μπερδευτεί. Συχνά άκουγα ότι η Ευρώπη ήταν ένας πολιτισμένος κόσμος. Από κει είχαν ξεκινήσει, όπως μας διδάξαν τα βιβλία μας, όλες οι μεγάλες ιδέες, οι ανώτερες αξίες. Φυσικά και δεν ήμουν αφελής. Παντού υπάρχει ρατσισμός και ρατσιστές.

Σε ξένη χώρα πήγαινα, όλο και κάτι θα μου παρουσιαζόταν. Τέτοιο κακό, όμως, δεν το περίμενα.  Οργανωμένα να μας επιτίθενται;  Να μας συλλαμβάνουν μόνο και μόνο γιατί το χρώμα μας είναι διαφορετικό. Προσαγωγές τις λένε εδώ. Πολλοί από μας έχουν χαρτιά νόμιμα.

Τους πιάνει κι αυτούς όμως η σκούπα. Σκούρο το δέρμα; Παράνομος σίγουρα είσαι. Τι κι αν κατόπιν τους αφήνουν ελεύθερους. Η ζημιά έχει γίνει. ‘Ίσως να μην γίνεται κατανοητό το τραύμα που προκαλείται. Να ζεις με τον συνεχή φόβο. Να μην ξέρεις αν θα καταλήξεις στο κρατητήριο ή το νοσοκομείο. Να σε βλέπουν όλοι καχύποπτα. Είναι ή δεν είναι; Βρε, ριχτού ένα μπερντάκι να ‘σαι μέσα. Μετανάστης είναι, αποκλείεται να είναι αθώος. Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.

Τις προάλλες, μου λέγανε ότι πριν από μερικές δεκαετίες, κάτοικοι αυτής της χώρας αναζήτησαν την τύχη τους κάπου αλλού, άλλοι νόμιμα, πολλοί παράνομα. Κι αυτοί τότε τα φέρνανε δύσκολα. Και το δικό τους μέλλον φάνταζε ζοφερό. Στη χώρα κάποιου άλλου προσγειώθηκαν. Σήμερα, όμως, όλα  αυτά έχουν ξεχαστεί, αν και η οικονομική κρίση που μαστίζει τον τόπο κάνει κάποιους να το ξανασκέφτονται πάλι.

Αυτοί όμως, εκεί που πήγαν ήταν τυχεροί. Το χρώμα τους δεν διαφέρει και πάρα πολύ από τους ντόπιους. Μπορεί και να περάσουνε απαρατήρητοι. Ή  μπορεί,  οι εκεί να είναι καλύτεροι, ανώτεροι άνθρωποι και να μην τους στρώνουνε στο κυνηγητό. Ποιος ξέρει;

Εδώ, όμως, τι γίνεται; Δεν είναι δυνατόν τόσοι πολλοί άνθρωποι να είναι λάθος. Δεν γίνεται, τον εικοστό πρώτο αιώνα, ευρωπαίοι, πολιτισμένοι πολίτες να είναι ρατσιστές. Πολύ αμφιβάλω ότι υπάρχει πιθανότητα ο ναζισμός και ο φασισμός να ξαναγυρίσουν σ’ ένα τόπο που υπέφερε τόσα πολλά κατά το παρελθόν από ανθρώπους με αυτές τις ιδεολογίες. Ούτε είναι ρεαλιστικό να πιστέψω ότι η κοινωνία κλείνει τα μάτια της στους κουκουλοφόρους και τους κρανοφόρους που σπάνε στο ξύλο τους μετανάστες.

Τότε, οπωσδήποτε κάτι άλλο θα συμβαίνει. Και μια και δεν μου μένει τι άλλο να υποθέσω, ασφαλώς και θα φταίω εγώ. Το χρώμα του δέρματος μου, η καταγωγή μου, η γλώσσα μου, η θρησκεία μου. Και τότε καλά μου κάνουνε. Μετανάστης είμαι, δείρτε με.