Πατριωτισμός και ….κολοκυθιά με τη ρίγανη

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 11 λεπτά

Γράφει ο  Νίκος Τ. Παγώνης

 Γεννήθηκα σε μια χώρα που τη λούζει ο ήλιος, τη φιλά η θάλασσα και την αρωματίζει ο μπάτης. Μια χώρα κατάσπαρτη με αρχαία μάρμαρα, ερειπωμένους πανάρχαιους ναούς, με την ιστορία να σε συντροφεύει σε κάθε βήμα που κάνεις.

Μια χώρα μικρή, αλλά ένδοξη. Με καταβολές, πολιτισμό, διδάγματα, ένδοξους προγόνους, αναρίθμητους ήρωες και μια ιστορία που απλώνεται για χιλιετίες, παρόμοια της οποίας ελάχιστοι άλλοι λαοί έχουν να επιδείξουν.

Γεννήθηκα, λοιπόν,  και μεγάλωσα σ’ αυτή τη χώρα με τον ίδιο τρόπο που μεγάλωσαν όλοι οι συνομήλικοι μου καθώς, υποθέτω, και οι προγενέστεροι και πολλοί από τους μεταγενέστερους.

Με τις ίδιες διδαχές περί πατρίδος, ενδόξων αρχαίων προγόνων, ηρωικές θυσίες, άνισων αγώνων, υπέρ πατρίδος χιλιάδων πεσόντων και… μια υπέρμετρη υπερηφάνεια για την πατρίδα μου και την καταγωγή μου.

Μας έμαθαν πως αποτελούμε ένα μοναδικό, ξεχωριστό έθνος, όμοιο του οποίου δεν υπάρχει άλλο. Ένα έθνος, που, παρόλο το ένδοξο παρελθόν του, αγωνίζεται και αδυνατεί να σταθεί στα πόδια του διότι το… κατατρέχουν οι πάντες: Ο ξένος παράγοντας, οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι, οι κομμουνιστές, οι αιρετικοί, οι δυτικοί, οι ανατολικοί και όλοι οι άλλοι μεταξύ.

Μας δίδαξαν πως εμείς σπάνια φταίξαμε, εμείς σπάνια ευθυνόμασταν και πως εμείς, αν μας είχαν αφήσει οι ξένοι στην ησυχία μας, θα είχαμε ξανά μεγαλουργήσει.

Οι δάσκαλοι μας, εξιδανίκευσαν τα πάντα, μεγιστοποίησαν τα καλά μας και σχεδόν μας απόκρυψαν τα κακά μας. Πάντα, όσες φορές πολεμήσαμε, μας λέγανε, είχαμε το δίκιο με το μέρος μας, ο ηρωισμός μας ήταν απαράμιλλος και μοναδικός και όταν συνέβηκε να χάσουμε, ακόμα και λόγω δικής μας υπαιτιότητας, οι άλλοι έφταιγαν.

Μας μιλούσαν για τους αρχαίους φιλοσόφους, τους αρχαίους επιστήμονες, το λίκνο του πολιτισμού, σαν να πρόκειται περί κάτι το πρόσφατο και χειροπιαστό, την ίδια στιγμή που αναλφαβητισμός και η αμορφωσιά σάρωνε τη χώρα και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν προνόμιο των εκλεκτών.

Μα έπεισαν πως η φτώχια μας ήταν ευθύνη της Ούνδρας, της Ούλεν, της Πάουερ και όλων των άλλων ξένων εταιριών που κυριαρχούσαν στη χώρα (με δική μας συμφωνία και συγκατάθεση), των διεθνή δάνειων που ζητούσαν οι χρεοφειλέτες να πληρωθούν, των ξένων που μας εκμεταλλευόντουσαν και όχι της δικής μας κακοδαιμονίας, ανοργανωσιάς, φαγωμάρας και πολιτικής ανικανότητας.

Μας έμαθαν, τέλος πάντων, ότι είμαστε… οι εκλεκτοί της γης, ακόμα κι όταν οι καραβιές μεταναστών άδειαζαν την ύπαιθρο, τα χωριά και τις μικρές πόλεις και απόθεταν το εργατικό δυναμικό της χώρας σε άλλες πολιτείες, σε άλλα κράτη, σε ξένη γη.

Με άλλα λόγια, μας πότισαν υπέρμετρο πατριωτισμό, αχαλίνωτο εθνικισμό και μας αφαίρεσαν την κριτική σκέψη. Μας στερήσανε τη δυνατότητα να σκεφτούμε, να αναλύσουμε, να συγκρίνουμε, να καταλάβουμε, τέλος πάντων, τον κόσμο γύρω μας.

Να δούμε τη γυμνή πραγματικότητα, να μάθουμε από τα λάθη μας, να διδαχτούμε από τις αδυναμίες μας και να διαμορφώσουμε την ικανότητα να ξεχωρίζουμε το κακό από το καλό και να μη φορτώνουμε όλα τα αρνητικά μας στην πλάτη των άλλων.

Δε μπορέσαμε όμως. Οτιδήποτε είχε να κάνει με διαφορετική άποψη από την επίσημη, εθνικιστική θέση ήταν απαγορευμένο. Ακόμα και η ιστορία του Παπαρηγόπουλου θεωρήθηκε σχεδόν αντεθνική με την αντικειμενικότητα της. Προτιμήθηκε η πεπατημένη της απαρίθμησης του δοξαστικού παρελθόντος και της οικειοποίησης ακόμα και πραγμάτων που λίγη σχέση είχαν με τη δική μας ιστορία.

Έτσι, και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αφέθηκε να εννοηθεί ότι πρόκειται περί ελληνικής και μου πήρε χρόνια πολλά για να καταλάβω ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Θεοδόσιος, ο Ιουστινιανός ήταν τόσο Έλληνες όσο και οι αρχαίοι Ρωμαίοι.

Μεγαλώσαμε, λοιπόν, πιστεύοντας στην ασύγκριτη ανωτερότητα μας και μάθαμε να έχουνε ελάχιστη ανοχή έναντι των άλλων, των ξένων, ακόμα κι όταν αυτοί ήτανε αίμα μας ή για πολλά χρόνια συντοπίτες μας.

Για τους Μικρασιάτες αδελφούς μας πέρασαν χρόνια πολλά να βγάλουν από πάνω τους το χαρακτηρισμό του «πρόσφυγα» και οι Αρμένιοι αδελφοί μας, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ελλάδα, ποτέ δεν κατόρθωσαν να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα, έστω κι αν είχαν υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό. Μόνο κάτι δυτικούς Ευρωπαίους δεχόμασταν κάπως (λόγω ξενομανίας και δικού τους υψηλού επιπέδου), όλους τους υπολοίπους τους θεωρούσαμε παρακατιανούς και υποδεέστερους.

Δηλαδή, μείναμε άρρηκτα προσκολλημένοι σ’ εκείνο το «Πας μη Έλλην βάρβαρος» και παραμείναμε ερμητικά κλεισμένοι μέσα στα στενά όρια ενός παρεξηγημένου πατριωτισμού, δημιουργώντας μια στενή, κλειστή κοινωνία, με ελάχιστη διάθεση να αποδεχθούμε την αξία των υπολοίπων.

Ακόμα και για πολλούς από αυτούς που βρήκαν δεύτερη πατρίδα μακριά από τη γενέτειρα, ο χαρακτηρισμός «βάρβαρος» δεν έπαψε να ισχύει ακόμα και για τους ανθρώπους, τους ντόπιους που βρήκαν στη νέα γη, παρόλο το ανεπτυγμένο βιοτικό τους επίπεδο και τον πολιτισμό τους.

Καταλαβαίνω πως η πατρίδα μας αγωνίστηκε τρομερά για να επιβιώσει. Η δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους μετά την επανάσταση του 21 ήταν κάτι το μοναδικό στη χιλιόχρονη ιστορία της. Για πρώτη φορά ο ελλαδικός χώρος απετέλεσε ένα ενιαίο κράτος, με μία κυβέρνηση και μια εθνική ομοψυχία. Ίσως, η Παλιγγενεσία να απαιτούσε στην αρχή- σύμφωνα με τις ισχύουσες καταστάσεις της εποχής- την καλλιέργεια ενός υπέρμετρου πατριωτισμού για να μπορέσει το νεαρό κράτος να σταθεί στα πόδια του και να υπερπηδήσει τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς. Αργότερα όμως;

Κάπου ο πατριωτισμός παρεξηγήθηκε. Από μέθοδο οικοδόμησης εθνικής συνείδησης μετατράπηκε σε μέθοδο στήριξης συγκεκριμένων κυβερνήσεων. Χώρισε το λαό σε εθνικόφρονες και μη και χρειάστηκαν χρόνια πολλά, μαζί με ξερονήσια εξορίας, καταδιώξεις, διαχωρισμούς και μια πρόσφατη φασιστική δικτατορία για να γίνει κατανοητό ότι όλοι ήμασταν παιδιά μιας πατρίδας, χωρίς διακρίσεις .

Καταλάβαμε, έστω και σχετικά αργά, πως η απομόνωση, η ξενοφοβία και η προσκόλληση σε μια αρχαϊκή αντίληψη πατριδολατρίας δεν οδηγεί στην πρόοδο και την ανάπτυξη.

Γίναμε πιο ανοικτοί και πιο ευπρόσδεκτοι στη συνεργασία των λαών και η είσοδος μας στην Ενωμένη Ευρώπη- παρά τις αντιρρήσεις των επιθυμούντων τη διατήρηση της «εθνικής αγνότητας»- άνοιξε τις πόρτες της οικονομικής ευημερίας και της ανόδου του βιοτικού και πολιτιστικού μας επιπέδου.

Χάσαμε μέρος της εθνικής μας ταυτότητας; «Ναι!» υποστηρίζουν μερικοί. «Άλλοι, τώρα, αποφασίζουν για μας σε κάποιες πρωτεύουσες της Ευρώπης», επιμένουν οι ίδιοι.

Κι όμως, τίποτα δε χάθηκε. Και η γλώσσα μας παραμένει η ίδια, και τα χαρακτηριστικά μας δεν αλλοιώθηκαν, και η πίστη μας δε διαφοροποιήθηκε, και ο πολιτισμός μας δεν καταργήθηκε. Αντίθετα, όλα αυτά ενισχύθηκαν με την απόκτηση μιας συλλογικής εμπιστοσύνης στο μέλλον, που πηγάζει από την κατάργηση της κακομοιριάς μας, την πρόοδο και την κοινωνική άνοδο. Γίναμε επιτέλους ευρωπαίοι, χωρίς αυτό να σημαίνει κατάργηση της εθνικής μας ταυτότητας.

Και η έννοια του πατριωτισμού; Όλα αυτά που για γενιές ολόκληρες μας δίδαξαν; Φαίνεται πως τα πράγματα κάπου έχουν αλλάξει, έστω κι αν μερικοί δεν το έχουν ακόμα πάρει χαμπάρι και παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν.

 «Ο πατριωτισμός δεν έχει σχέση με εθνικές φοβίες, με μισαλλοδοξία και φωνές. Δεν έχει σχέση με πατριδοκαπηλία και πεποιθήσεις για περιούσιους λαούς. Είναι, κυρίως, μια στάση ευθύνης και απόδειξη σεβασμού σε ό,τι κληρονομήσαμε και σε ό,τι θα παραδώσουμε στην επόμενη γενιά. Είναι ένας τρόπος σκέψης, αλληλένδετος με την ιστορική ματιά στα πράγματα και με την εθνική αυτογνωσία», δηλώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, στην Ελευθεροτυπία, στις 21 Απριλίου 2008.

Να, λοιπόν, ένας σωστός ορισμός του πατριωτισμού, από το στόμα του πρώτου πολίτη της χώρας και πολύ σχετικός με την ευθύνη που οι γενιές κληρονομούν για παράδοση στις επόμενες των αξιών της φυλής, απαλλαγμένες, όπως λέει, από «εθνικές φοβίες, μισαλλοδοξία και φωνές».

Φαίνεται, πια, πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται περί ενός περιούσιου λαού- ποτέ δεν υπήρξε- άσχετα το τι θέλουνε πολλοί να πιστεύουν.  Είναι αυτή η «αυτογνωσία» που αναφέρει ο Πρόεδρος, η οποία για πολλούς, όμως, όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά και λειτουργεί εκ διαμέτρου αντίθετα. Έτσι, για αυτούς, η αυτογνωσία, μετατρέπεται σε μια περιορισμένης ακτίνας γνώση του παρελθόντος- ενός παρελθόντος που εξιδανικεύει τα καλά και συμφέροντα και απορρίπτει τα αρνητικά και άσχημα- που μοιραία οδηγεί στην ανάπτυξη ενός επικίνδυνου εθνικισμού.

Ο εθνικισμός, εξ ορισμού, δεν πρόκειται περί μιας αρνητικής τάσης. Στην αγνή του μορφή, μπορεί να ορισθεί ως ένα αίσθημα αφοσίωσης σε ένα έθνος.

Στην περίοδο των ανακατατάξεων, με την πτώση των διαφόρων αυτοκρατοριών, χρησίμευσε για τον καθορισμό της αυτοδιάθεσης των λαών και τη δημιουργία ανεξαρτήτων κυρίαρχων κρατών. Και στη δική μας περίπτωση χρησίμευσε για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας και την επέκταση των συνόρων της.

Αποτέλεσε το κίνητρο και τον άξονα της κατάργησης της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, στάθηκε εμπόδιο στη διεθνοποίηση ορισμένων κοσμοθεωριών, όπως του σοσιαλισμού, κατάργησε την «ελέω Θεού βασιλεία» και επέφερε τη λαϊκή κυριαρχία. Πολλοί, δε, επιστήμονες υποστηρίζουν ότι λειτούργησε θετικά στα πρώτα βήματα της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού των κρατών.

Εκεί, όμως, που αποτελεί πρόβλημα είναι στην ακραία του μορφή. Στη μορφή εκείνη που μεγιστοποιεί τις διαφορές μεταξύ των εθνικοτήτων και τον υπερτονισμό των χαρακτηρισμών ενός λαού.

Είναι η τάση που οδηγεί στην εσωστρέφεια, στην αδιαφορία για τα διεθνή γεγονότα και τον απομονωτισμό. Είναι αυτός, στην αποτρόπαια μορφή του,  που δημιουργεί στα μέλη μιας εθνότητας συναισθήματα υπεροχής έναντι άλλων εθνικοτήτων με οικτρά αποτελέσματα, όπως, για παράδειγμα, ο γερμανικός εθνικισμός της δεκαετίας 1930-40 που οδήγησε στο Ναζισμό, τη γενοκτονία έξι εκατομμυρίων εβραίων και των υπόλοιπων εκατομμύριων θυμάτων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Είναι το είδος που χρησιμοποιεί ως άμυνα την ξενοφοβία, που καλλιεργεί το συναίσθημα της καχυποψίας και του φόβου που αισθάνεται μια εθνότητα έναντι των άλλων εθνοτήτων. Είναι αυτός που πολλοί αναμεταξύ μας προβάλουν ως έκφραση της εθνικής τους υπόστασης.

Ακόμα και για ορισμένους από τους εδώ συμπατριώτες μας ο ακραίος αυτός εθνικισμός δεν τους έχει εγκαταλείψει, παρόλο που έγιναν πολίτες του κόσμου. Πολίτες ενός κόσμου, όμως, που αποκλείει όλους τους άλλους, αυτούς που δεν αποτελούν μέλη της δικής μας φυλής.

Περικυκλωμένοι από ένα συναίσθημα πολιορκίας, νοιώθουν ακόμα περισσότερο την ανάγκη να ενισχύσουν τα δεσμά της αγέλης, της απαγόρευσης εισόδου των υπολοίπων στα δικά μας. Μετανάστες σε μια άλλη χώρα οι ίδιοι- προϊόντα μιας κρατικής ανικανότητας να θρέψη τους πολίτες της- αντιμετωπίζουν με καχυποψία την είσοδο μεταναστών στην πατρίδα μας, την Ελλάδα, και κατεχόμενοι από μια υπέρμετρη ξενοφοβία βλέπουν κινδύνους εκεί που δεν υπάρχουν.

Πηγή εθνικού πλούτου οι μετανάστες

Κι όμως, οι μετανάστες για την Ελλάδα αποτελούν πηγή εθνικού πλούτου. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες  συνδράμουν θετικά στην αύξηση του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), αναζωογονούν πολλές περιοχές στην περιφέρεια και στην ύπαιθρο με την εργασία τους και γενικά προσφέρουν λύση εξεύρεσης εργατικού δυναμικού σε πολλά επαγγέλματα που οι Έλληνες είτε δε θέλουν είτε δεν καταδέχονται να κάνουν.

Αρκετοί από αυτούς επιλέγουν να επενδύσουν τις οικονομίες τους σε δικές τους δουλειές, προσφέροντας έτσι θέσεις εργασίας καθώς και το ταλέντο τους στην ελληνική οικονομία. Δηλαδή, κάτι το σχετικό με το τι συμβαίνει σε όλα τα μέρη του κόσμου όπου μετανάστες εισέρχονται, το ίδιο με αυτό που εμείς προσφέρουμε εδώ σήμερα, με τη δική μας εργασία και προκοπή.

«Δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να εκφράζουμε την αγάπη μας για την πατρίδα μας και να την υπερασπιζόμαστε» λένε συχνάκις όλοι αυτοί που καταφέρονται με τον ένα ή άλλο τρόπο εναντίον των άλλων. Και ποιος θα μπορούσε να τους μεμφτεί για αυτό. Σε αυτήν, όμως, την υπερβολική και άλογη αγάπη για την πατρίδα ταιριάζει περισσότερο ο ορισμός σωβινισμός από οτιδήποτε άλλο. Και σωβινισμός σύμφωνα με τους ειδικούς είναι : «η ακραία και άλογη αφοσίωση εκ μέρους μιας ομάδας στην οποία κάποιος ανήκει, ιδιαίτερα όταν αυτή η αφοσίωση προϋποθέτει μοχθηρία και μίσος εναντίον μιας αντίπαλης ομάδας».

Είναι ο ορισμός που επινοήθηκε για την περιγραφή του ακραίου εθνικισμού και πατριωτισμού και που δε διαφέρει σε τίποτα από τη συμπεριφορά εκείνων που σήμερα θέτουν υπεράνω όλων και σε παραβίαση κάθε ανθρωπιστικής αρχής την υπέρμετρη αφοσίωση στην πατρίδα τους.

«Να ψοφήσουν όλοι!» μου είπε κάποιος άλλος, σχετικά με στους Σκοπιανούς. Είναι όμως και αυτοί που αποδίδουν όλα τα προβλήματα και την έλλειψη πατριωτισμού στο χρήμα. «Το ευρώ κυβερνά σήμερα», λέει κάποιος άλλος, εννοώντας πως η Ελλάδα δείχνει μια «μαλακή» στάση έναντι των Σκοπίων λόγω οικονομικών συμφερόντων.

Ξέρετε, αυτή η απλοποίηση των πάντων και η εκμετάλλευση των συναισθημάτων του κοινού με το να απευθύνονται ορισμένοι στο ένστικτο του παρά στη λογική του, είναι πολύ επικίνδυνο.

Το οικονομικό συμφέρον και το ξεπούλημα των πάντων για το χρήμα είναι κάτι που πάντοτε προκαλεί την οργή του κοινού, ιδιαίτερα όταν πιστεύσει ότι το κέρδος το επωφελούνται μόνο μερικοί. Η εποχή όμως της οικονομικής ολιγαρχίας, με τους ελάχιστους να απολαμβάνουν μυθικά πλούτη και οι υπόλοιποι να ζουν στην εξαθλίωση έχει για τη χώρα μας παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου είναι σήμερα μια πραγματικότητα και η οικονομική πρόοδος δεν είναι πια προνόμιο των ολίγων. Παρόλο που οι οικονομικές δυσκολίες δεν έχουν εξ ολοκλήρου εκλείψει, η κατάσταση είναι κατά πολύ καλύτερη του πρόσφατου παρελθόντος. Κι αυτό έχει επιτευχθεί χάρη στην οικονομική πολιτική, την επέκταση των επενδύσεων και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την εξάπλωση του ελληνικού επιχειρηματικού δαιμονίου στις γειτονικές της Ελλάδας χώρες.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της διεύθυνσης σχεδιασμού και οικονομικής ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας: «Οι όλο και στενότεροι δεσμοί της ελληνικής οικονομίας με τις χώρες της ΝΑ Ευρώπης αναδεικνύουν την περιοχή σε σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης για τη χώρα μας.

Η ελληνική οικονομία απολαμβάνει σταδιακά τους καρπούς από την οικονομική διασύνδεσή της με την ΝΑ Ευρώπη, η οποία εκτιμάται ότι συνεισέφερε περίπου 0,6 ποσοστιαίες μονάδες στο μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία (ήτοι 15% του μέσου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο).

Δηλαδή, με λίγα λόγια, οι επενδύσεις και οι δραστηριότητες των ελληνικών επιχειρήσεων στις γειτονικές χώρες (συμπεριλαμβανομένων και των Σκοπίων- οι επενδύσεις εκεί ανέρχονται σε 15,2 δις. ευρώ, δεύτερες σε μέγεθος μετά τις γερμανικές που φθάνουν στα 17,4 δις.) προάγουν εκτός των δικών τους και τα συμφέροντα της χώρας μας, προς όφελος των πάντων.

Τώρα θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε μια πιο εθνικιστική πολιτική, ένα σωβινισμό που μοιραία θα μας οδηγούσε στον απομονωτισμό και κλεισμένοι στο καβούκι μας υπερασπιζόμενοι κάποια κακώς εννοούμενα «ιερά και όσια της φυλής» θα χάναμε το οικονομικό θαύμα των τελευταίων δεκαετιών, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την οικονομική πρόοδο του λαού μας.

Κακά τα ψέματα. Δε νομίζω ότι το «Ψωμί κι ελιά και Κότσο βασιλιά» του παρελθόντος έχει πλέον καμία θέση στο παρόν. Η πρόοδος της πατρίδας μας και του λαού της δεν βρίσκεται στη διαιώνιση του ακραίου πατριωτισμού και εθνικισμού του παρελθόντος, παρά στην ειρηνική συμβίωση, τη συνεργασία των λαών, στην επέκταση του ορίζοντα μας.

Φυσικά, με την προϋπόθεση ότι ορισμένες απαραβίαστες κόκκινες γραμμές θα έχουν χαραχθεί- δε μιλάμε εδώ για ξεπούλημα των πάντων. Κόκκινες γραμμές όμως, που θα στηρίζονται στη λογική, το διεθνές δίκαιο, το αξίωμα της ειλικρινής συνεργασίας των λαών και το εθνικό συμφέρον.

Και το εθνικό συμφέρον βρίσκεται στο παγκόσμιο χωριό που είναι ο κόσμος σήμερα και όχι στην εσωστρέφεια του παρελθόντος και τις καταστρεπτικές συνέπειες ενός  ακραίου και φανατικού πατριωτισμού- εθνικισμού-σωβινισμού που μόνο οδύνη και σπαραγμό έχει επιφέρει όπου έχει εφαρμοστεί και κυριαρχήσει.