Κουβέντα για σύγχρονους καιρούς

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 5 λεπτά

Διήγημα του Νίκου Τ. Παγώνη

Είναι καιρός που είχαμε να τα πούμε με τον μπάρμπα-Μιχάλη. Μια το ένα, μια το άλλο, και η κουβεντούλα μας είχε διακοπεί, χωρίς συγκεκριμένο λόγο και τον είχα επιθυμήσει.

«Καλώς τον. Χάθηκες.»

-Ναι, μπάρμπα-Μιχάλη. Χάθηκα.

«Καλά, τώρα, δε θα σου βάλω κι απουσία. Αλλά να ξέρεις, η κουβεντούλα για μας τους ηλικιωμένους είναι η ελπίδα της ζωής. Είναι κάτι σαν σανίδα σωτηρίας. Η απόδειξη ότι, ακόμα υπάρχουμε και μας υπολογίζουν.»

-Θα σε μαλώσω μπάρμπα-Μιχάλη. Έχεις εσύ ανάγκη από σανίδα σωτηρίας; Εμείς πρέπει να σε ευγνωμονούμε για τη σοφία σου, την πείρα σου, τη γνώση σου για τη ζωή, κι όχι εσύ ν’ αγκιστρώνεσαι επάνω μας.

«Τα παραλές, καλέ μου φίλε. Αλλά έστω, τι αξία έχουν όλα αυτά τα ωραία που μου προσάπτεις, αν δεν μπορώ να τα μοιραστώ με κάποιον; Κακό πράγμα η μοναξιά, νεαρέ μου, κακό πράγμα.»

-Κατάλαβα. Μήνυμα ελήφθη. Πώς τα περνάς; Τι σκέφτεσαι αυτές τις μέρες;

«Τι να σου πω παιδί μου; Βλέπω πολλά πράγματα που με στεναχωρούν. Να, σαν αυτά τα ρημάδια τα τηλέφωνα. Τα κινητά. Δεν λέω… εξέλιξη. Τεχνολογία στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Ναι; Δεν σκαμπάζω πια. Θυμάμαι όταν πρωτοβγήκανε. Ήμουν πολύ νεότερος τότε, και δεν σου κρύβω ότι μου καλό-άρεσε  η νέα ανακάλυψη.

Το θεωρούσα, και συνεχίζω να το θεωρώ, πρόοδο και  ευκολία στις επικοινωνίες. Ένα τηλέφωνο διαρκώς στη διάθεσή σου όπου κι αν βρίσκεσαι. Το πώς εξελίχθηκε δεν μου αρέσει. Από υπηρέτης στην υπηρεσία του ανθρώπου κατάντησε ο άνθρωπος να γίνει δούλος του. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τίποτα άλλο που να έχει γίνει τόσο απαραίτητο στους ανθρώπους. Είναι σαν η συσκευή να είναι πλέον επέκταση του χεριού μας. Όπου χέρι κι ένα κινητό τηλέφωνο. Για μικρούς και μεγάλους. Καταλαβαίνω τη χρησιμότητά του και τη διευκόλυνση που προσφέρει. Προέκταση του χεριού μας όμως;. Παρά πάει….

»…Και δεν είναι τόσο αυτό το ίδιο το τηλέφωνο που με ενοχλεί, όσο μια από τις χρήσεις του. Αυτή -πώς το λέτε εσείς οι νεαροί- «τέξτινγκ;» Τους βλέπεις όλους με τα μούτρα χωμένα στη συσκευή τους και με τους δύο αντίχειρες να γράφουν, να γράφουν και να γράφουν. Τελειωμό δεν έχουν. Και τι γράφουν; Ένας Θεός ξέρει. Και καλά να γράφουν όταν κάθονται. Έλα όμως που γράφουν παντού και πάντοτε. Όρθιοι, περπατώντας, τρώγοντας, ακόμα και όταν οδηγούν. Και εδώ διαπράττουν έγκλημα. Δευτερόλεπτα χρειάζονται για να γίνει ένα ατύχημα. Να τρακάρεις ή, ακόμα χειρότερα, να σκοτώσεις έναν άνθρωπο. Και τότε;…

»…Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Σπάνια τους ακούς να μιλάνε στο τηλέφωνο. Μόνο γράφουν και στέλνουν μηνύματα. Για όλα τα θέματα, από ό,τι καταλαβαίνω. Χάθηκε πλέον η ανάγκη ν’ ακούσει ο ένας τη φωνή του άλλου. Εκείνη την πανέμορφη ανθρώπινη φωνή, που κανένα μουσικό όργανο δεν τη φτάνει. Ν’ ακούσεις τα συναισθήματα, τη χαρά, τη λύπη, τη μελωδικότητα, ακόμα και τον θυμό. Ανθρώπινες εκφράσεις που μας συνδέουν, μας ενώνουν, αυξάνουν την κοινωνικότητά μας. Ο ανθρώπινος κρίκος, η χαρά της ζωντανής επικοινωνίας έχει χαθεί πλέον.

Μηνύματα και η άλλη «μάστιγα», το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η νέα μέθοδος γραπτής επικοινωνίας. Για όλες τις χρήσεις. Ευχές, συχαρίκια, λύπες, ραντεβού, δουλειές, τα πάντα μέσω αυτού. Ακόμα και άνθρωποι που βρίσκονται στη διπλανή πόρτα, έτσι επικοινωνούν πια.

Πού να μπαίνουν στον κόπο τώρα να σηκωθούν από την καρέκλα  και να πάνε στο διπλανό γραφείο. Στέλνουν ένα «μέιλ» και τέρμα. Και μερικοί γράφουν πολλά. Ολόκληρα κατεβατά. Και λένε και λένε και τελειωμό δεν έχουν. Από εκεί που το μέιλ ήταν για γρήγορη και σύντομη επικοινωνία, κατάντησε να σε καθηλώνει και να διαβάζεις ασταμάτητα. Πού καιρός πια για μια καλημέρα. Κι αυτή με μέιλ λέγεται.

Άσε που μερικά γράφονται εν θυμώ και τα γραμμένα μένουν. Τα λόγια ξεχνιούνται και φεύγουν. Τα γραπτά, όμως, scripta manent, παραμένουν.  Και σε καταδιώκουν….»

-Έτσι που πας, μπάρμπα-Μιχάλη, θα καταργήσεις όλη την τεχνολογική εξέλιξη. Δεν διαφωνώ μαζί σου, αλλά νομίζω ότι το παρακάνεις. Ο ρυθμός της ζωής έχει αλλάξει. Όλα κινούνται πιο γρήγορα τώρα και η τεχνολογία ευνοεί την άμεση, ακαριαία αν θέλεις, επικοινωνία. Τηλεφωνάς και το άτομο δεν είναι εκεί. Αφήνεις μήνυμα, επιστρέφεται το τηλεφώνημα, κι εσύ απουσιάζεις. Φαύλος κύκλος. Ένα μήνυμα, ένα μέιλ και το πρόβλημα λύνεται.

«Χμ…Ένα μήνυμα… ένα μέιλ… καταλαβαίνω. Σύντομο και κατατοπιστικό. Το να γράφεις την ιστορία της ζωής σου, όμως, τι σχέση έχει; Πότε ήταν η τελευταία φορά που μίλησες σε ένα από τους συνομήλικούς σου; Πότε πήρες να δεις τι κάνει; Πώς είναι;

»…Άκου, παιδί μου. Η τεχνολογία καλή είναι. Καλύτερες όμως είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και επαφές. Οι ζεστές. Όχι οι κρύες και ψυχρές των μηνυμάτων και των μέιλ.  Σκέψου το! Πόσο πιο άμεσο και προσωπικό είναι να τα πεις με τα λόγια που σε εκφράζουν. Να κοιτάς τον συνομιλητή σου στα μάτια και να τον καταλαβαίνεις. Τι αξία έχει να μου στείλεις ένα μήνυμα συλλυπητηρίων όταν μπορείς και δεν μπαίνεις στον κόπο να με επισκεφτείς, να  μου σφίξεις το χέρι, να μου ψιθυρίσεις δυο λόγια παρηγοριάς;

»…Θυμάμαι τότε που λέγανε ότι θα έρθει η μέρα που οι μηχανές θα αντικαταστήσουν τον άνθρωπο, και δεν τους πίστευα. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι προς τα κει πάμε.

»…Και κάτι άλλο ακόμα, για να κλείσουμε. Πολύ σε κούρασα, φοβάμαι. Τελευταία παρατηρώ και πολύ ενοχλούμαι με την τάση των ανθρώπων να μιλάνε χωρίς να ακούνε. Πας να πεις κάτι και σε  διακόπτουν να πούνε τα δικά τους.

Τους ακούς και τη στιγμή που προσπαθείς να εκφράσεις τη γνώμη σου, αρχίζουν πάλι να μιλάνε. Είναι σαν μην έχουν ακούσει τίποτα από όσα είπες. Αναρωτιέμαι αν τους ενδιαφέρει ο διάλογος ή θέλουνε μόνο ν’ ακούνε τη φωνή τους. Ό,τι και να πεις, καμία σημασία δεν έχει για μερικούς.

Εκείνο που έχουν προαποφασίσει παραμένει. Όσα  επιχειρήματα κι αν αναπτύξεις. Και δεν είναι ότι απορρίπτουν λογικά τα επιχειρήματά σου, απλά επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια χωρίς να έχουν δώσει την παραμικρή σημασία στα λεγόμενά σου. Συνεννόηση μπουζούκι, δηλαδή.»

Κοίταξα για μια άλλη φορά τον μπάρμπα-Μιχάλη, σκέφτηκα τον χείμαρρο του λόγου του, αν και δεν ήμουν ακόμα έτοιμος να συμφωνήσω απόλυτα μαζί του. Τον χάρηκα, όμως. Όπως την κάθε φορά που τα λέγαμε, εξάλλου.

-Να πηγαίνω τώρα, μπάρμπα-Μιχάλη. Πέρασε η ώρα, να μη σε κουράζω άλλο.

«Να πας στο καλό παιδί μου. Και δεν με κουράζεις. Είπαμε, για μας τους γέρους η κουβέντα είναι ελπίδα ζωής!»