Τι είναι πατρίδα;

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 6 λεπτά

Του Νίκου Τ. Παγώνη (τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ)

Για μας τους Έλληνες της διασποράς αυτό το ερώτημα είναι μάλλον ξεπερασμένο. Ξέρουμε, ή τουλάχιστον νομίζουμε ότι ξέρουμε, τι είναι πατρίδα. Είναι ο χώρος που γεννηθήκαμε, εκεί που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, η χώρα στην οποία πήραμε τις πρώτες συγκινήσεις και τα πρώτα σκιρτήματα.

Είναι μια έννοια που δεν δέχεται πολλές συζητήσεις και η μακρόχρονη απομάκρυνσή μας από το χώρο που ζυμώθηκε με το είναι μας, την εξιδανικεύει, της προσδίδει μαγικές διαστάσεις, την κάνει κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Για τους Έλληνες του ελλαδικού χώρου είναι…κάτι το… γνωστό, κάτι που…,

τέλος πάντων, είναι διαρκώς παρόν και δεν χρειάζεται πολλές αναλύσεις και συζητήσεις.

Πέρα, όμως, από την απλούστευση που και οι δύο περιπτώσεις προσφέρουν, πράγματι, τι είναι πατρίδα;

Ετυμολογικά, οι Έλληνες της διασποράς έχουν δίκιο: είναι η γενέτειρα, ο τόπος καταγωγής. Είναι, όμως, αυτή η έννοια που όλοι μας προσδίδουμε στη λέξη; Ή μήπως έχει πολύ πιο βαθύτερες έννοιες, μηνύματα και σημασία;

Ο χώρος που γεννηθήκαμε, όσο όμορφος κι αν είναι, δεν αρκεί να καλύψει την έννοια πατρίδα. Ιδιαίτερα, όταν η γενέτειρα του καθενός είναι πάντοτε ένας στενά καθορισμένος γεωγραφικός χώρος.

Άρα, πατρίδα θα πρέπει να είναι η χώρα εντός της οποίας αυτός ο τοπικός χώρος γεννήσεώς μας ανήκει.

Δηλαδή, είναι τα γεωγραφικά όρια του κράτους όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από πολέμους, συνθήκες και λοιπές συγκυρίες ανά τους αιώνες, καθότι σχεδόν ουδέν σύγχρονο κράτος έχει γεωγραφικά αποκλειστικά καθοριστεί με βάση την εθνότητα των κατοίκων του.

Τότε, για τους ομοεθνείς που κατοικούν εκτός αυτών των γεωγραφικών συνόρων ποια είναι η πατρίδα τους;

Συναισθηματικά, οπωσδήποτε όχι η χώρα κατοικίας τους, μια και γι’ αυτούς πατρίδα παραμένει εκείνη με την οποία εθνολογικά ταυτίζονται, ανεξάρτητα αν έχουν γεννηθεί κάπου αλλού.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πατρίδα σημαίνει κάτι πολύ πιο ουσιώδες από τον απλό, ετυμολογικό ορισμό της λέξης. Είναι εκείνη η σχέση αίματος που ενώνει τα μέλη μιας φυλής, είναι η κοινωνία συμβίωσης, το κοινό παρελθόν και το κοινό πεπρωμένο.

Είναι η αδιάρρηκτη συνύπαρξη, ο  κοινωνικός ιστός και η αντίληψη περί  κοινής ταυτότητας, η αλληλεγγύη και συναδελφοσύνη, οι ιστορικές καταβολές, τα κοινά ήθη και έθιμα.

Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η υποχρέωση που έχουμε ο ένας προς στον άλλον, που πηγάζει από την πεποίθηση ότι όλοι μας είμαστε παιδιά της ίδιας μάνας, της ίδιας πατρίδας.

Δηλαδή, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πατρίδα είναι κάτι σαν μια μεγάλη οικογένεια, κάτι στο οποίο όλοι έχουν δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Και ναι μεν τα δικαιώματα τα καταλαβαίνουμε και τα ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά, τις υποχρεώσεις όμως;

Συνήθως, θυμόμαστε την πατρίδα κάθε εθνική επέτειο. Ανεμίζουμε κάποιο σημαιάκι, ακούμε κάποιους πατριωτικούς λόγους, χειροκροτούμε και μετά πάμε δουλειά μας μέχρι την  επόμενη επέτειο (αν και στην πόλη μας τώρα τελευταία οι περισσότεροι ούτε αυτό δεν κάνουμε πια- αποκαρδιωτικά μισοάδειο ήταν το κοινοτικό κέντρο στη δεξίωση για την 28η Οκτωβρίου  και ο καθεδρικός ναός την ημέρα της επίσημης δοξολογίας μετρούσε πολλά άδεια στασίδια).

Τη θυμόμαστε, όμως, την πατρίδα όταν νομίζουμε ότι αδικούμεθα και δεν βρίσκουμε το δίκιο μας, όταν πιστεύουμε ότι μας ξεχνά και δεν ενδιαφέρεται για μας.

Μπορεί να τη νοιαζόμαστε σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης (σεισμοί, πυρκαγιές, μακεδονικό κ.λπ.), αλλά σε περιπτώσεις ηρεμίας είτε είναι μια γλυκιά ανάμνηση είτε λαχταριστός τόπος καλοκαιρινών διακοπών. Φτάνει, όμως, αυτό;

Η πατρίδα, με την έννοια διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη διαιώνιση της φυλής, την αντίσταση στη αφομοίωση και την αλληλεγγύη μεταξύ μας, δεν υπηρετείται με περιστασιακές εκδηλώσεις συμπαράστασης, που κι αυτές τελευταία σπανίζουν.

Θέλει αφοσίωση, συμμετοχή και προσφορά, αν πράγματι ενδιαφερόμαστε να μην αποβεί μια ανάμνηση του παρελθόντος, χαμένη κάπου μέσα στο χωνευτήρι των φυλών.

Δύσκολες οι υποχρεώσεις. Πάντοτε συγκρούονται με το ατομικό συμφέρον, τα καλά και συμφέροντα. Κι εκεί είναι που η έννοια πατρίδα μπαίνει στην άκρη, ξεφτίζει η λαμπρότητά της και χάνει η λέξη τη σημασία της.

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην Ελλάδα συχνά αναρωτιέμαι αν έχουν συνειδητοποιήσει την υποχρέωση που έκαστος φέρει, όχι τόσο προς μια αφηρημένη έννοια που μπορεί να είναι γενικά η πατρίδα, όσο προς την ανάγκη που όλοι έχουν να ζουν αρμονικά μεταξύ τους.

Η πατρίδα, με την έννοια κοινωνικός ιστός που είπαμε, προϋποθέτει την ικανότητα του καθενός να μπορεί να ζει με γνώμονα το γενικό συμφέρον, χωρίς αυτό να εννοεί ότι οι προσωπικές επιδιώξεις και φιλοδοξίες πάνε περίπατο. Να μπορεί να εξελίσσεται ατομικά χωρίς να αποβαίνει βάρος στους υπολοίπους, χωρίς να αφαρπάζει, να παρανομεί, να λοιδορεί, να διαφθείρει, να εκμεταλλεύεται, να απειλεί, να εκβιάζει και γενικά να θέτει την αφεντομουτσουνάρα του πάνω απ’ όλα.

Γενικά, η όλη κατάσταση απέχει κατά πολύ από την έννοια της κοινωνικής συνοχής, της μιας μεγάλης οικογένειας που είπαμε πως είναι η πατρίδα. Επί σειρά ετών αυτή η κοινωνική συνοχή συνεχώς διαρρηγνύεται. Η ιδιοτέλεια αντικαθιστά την υποχρέωση του ενός προς τον άλλο και όποιος κατορθώνει να αποκτήσει προνόμια, καλώς καμωμένο.

Η μεγάλη πίτα από την οποίαν όλα τα μέλη της κοινής πατρίδας έχουν δικαιωματικά μερτικό διαμοιράζεται άνισα και άδικα. Ορισμένοι επέτυχαν κλειστά επαγγέλματα εις βάρος των πολλών, άλλοι κατόρθωσαν να επιβάλλουν φόρους και τέλη υπέρ τρίτων, υποχρεώνοντας το κοινό να χρηματοδοτεί τη σύνταξη των δικηγόρων, μηχανικών, ιατρών, διαφημιστών κ.α.

Οι περισσότεροι αψηφούν τους νόμους, παραβαίνουν τους κανονισμούς, κτίζουν αυθαιρέτως, φοροδιαφεύγουν, εισφοροδιαφεύγουν και κατόπιν πιέζουν για ρυθμίσεις και απαλλαγές.

Το λάδωμα των πολιτικών και κρατικών λειτουργών θεωρείται φυσιολογικό,  η κομπίνα, η κλοπή, η απάτη, το λαθρεμπόριο, η διαπλοκή, κοινωνικό κεκτημένο, μαγκιά.

Μέσα σε αυτό το απίστευτο μπάχαλο είναι λογικό οι λιγότερο ευνοούμενες τάξεις να ατενίζουν το μέλλον με απόγνωση, να νοιώθουν ότι η πατρίδα τους αδυνατεί να τους στηρίξει.

Αναμφισβήτητα, οι περισσότεροι που διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό, που διασπούν την κοινωνική συνοχή, σπάνια κατανοούν ότι δρουν εναντίον της ίδιας της πατρίδα τους.

Δυσκολεύονται να καταλάβουν ότι όταν το προσωπικό τους συμφέρον καταπατά αξίες και αρχές, βλάπτουν στην ουσία την πατρίδα τους. Αυτή είναι που φαίνεται στους άλλους, τους ξένους, με μαυρισμένο μάτι, και τότε οι ευθύνες αναζητούνται οπουδήποτε αλλού, εκτός από τους εαυτούς τους.

Φταίνε οι Ευρωπαίοι, οι Αμερικάνοι, η τρόικα, οι δανειστές, το μνημόνιο, οι πάντες. Αυτοί επιβουλεύονται την πατρίδα τους και αυτοί είναι που πρέπει να καταπολεμηθούν. Αυτοί, μαζί με τους μετανάστες.

Πάντα αποζητούσαμε αποδιοπομπαίους τράγους για τα προβλήματά μας, και τι πιο κατάλληλοι από τους φουκαράδες, που, ψάχνοντας κι αυτοί να βρουν μια καλύτερη μοίρα για τους ίδιους και τα παιδιά τους, καταλήγουν στην δική μας πατρίδα.

Σίγουρα, μετά από 23 αιώνες, ο ορισμός του Ισοκράτη: «Έλληνες καλούνται οι της ημετέρας παιδείας συμμετέχοντες», δεν ισχύει πια για τους νεοέλληνες.

Σε δύσκολες στιγμές ο εθνικισμός πάντα βρίσκει τρόπους να κερδίσει έδαφος. Την ώρα της κοινωνικής αναταραχής, που ζοφερές καταστάσεις φέρνουν, αναζητείται καταφύγιο στο σωβινισμό, στο κλείσιμο στους εαυτούς μας, στον αποκλεισμό των  άλλων, στη στενή έννοια της πατρίδας που χρήζει προστασίας από τους ξένους.

Κάπου όμως ξεχνάμε τους υπαίτιους των ζοφερών καταστάσεων, τους πρωταγωνιστές δημιουργίας των δεινών, εκείνους που έβαλαν πάνω από την πατρίδα τους, το συλλογικό συμφέρον, τον εαυτούλη τους.

Τι είναι πατρίδα;

Η πατρίδα μας υπήρξε πόλος έλξης του θαυμασμού του κόσμου, πρωτοστάτησε στην πνευματική ανάταση της οικουμένης και πρωτοπόρησε στην καθιέρωση ανθρωπίνων αξιών που διαχρονικά συνεχίζουν να ισχύουν.

Αυτήν την πατρίδα γνωρίσαμε, αυτή την πατρίδα αγαπήσαμε κι αυτή την πατρίδα θέλουμε να συνεχίσουμε να βιώνουμε για πάντα.

Αλλά, τι συζητάμε τώρα… όπως είπαμε, εμείς είμαστε απλά κάποιοι ρομαντικοί απόδημοι που έχουμε εξιδανικεύσει την πατρίδα που αφήσαμε πίσω μας.