Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 5 λεπτάΤην ανάγκη μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συμφωνία με τους θεσμούς της ΕΕ υπογραμμίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το ΔΝΤ στην έκθεσή του, τοποθετεί στο 1,8% την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2019 και στο 2,3% το 2020, ενώ εκφράζει προβληματισμούς για τις μεταρρυθμίσεις και το χρέος.
Ειδικά για το ελληνικό χρέος το ΔΝΤ εκτιμά πως αναμένεται να μειωθεί από περίπου 185% του ΑΕΠ το 2018 σε περίπου 145% του ΑΕΠ το 2028, υψηλότερο κατά 10% σε σχέση με την ανάλυση βιωσιμότητας του Μαρτίου 2019, λόγω των χαμηλότερων εκτιμήσεων για ανάπτυξη και πλεονάσματα.
Στην ίδια βάση το ΔΝΤ σημειώνει πως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναμένεται να μεταβληθεί σταδιακά ως προς το μείγμα του. «Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας ανήκει επί του παρόντος στον δημόσιο τομέα (80% του συνολικού δημόσιου χρέους) και αυτό το χρέος διαθέτει ευνοϊκή διάρθρωση και επιτόκιο. Καθώς το δημόσιο χρέος ωριμάζει, το ποσοστό του συνολικού δημόσιου χρέους που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να αυξηθεί από 20% το 2018 σε περίπου 30% μέχρι το 2028», σημειώνεται στην έκθεση.
Μάλιστα, ζητά κατάργηση της προστασίας α’ κατοικίας και αλλαγή μείγματος πολιτικής, προκαλώντας την άμεση απάντηση της κυβέρνησης μέσω του εκπροσώπου της στο Ταμείο.
Απάντηση της Ελλάδας
Μέσω δήλωσης που έκανε ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού, χαρακτήρισε τις εκτιμήσεις για το χρέος απαισιόδοξες.
«Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την επιθετική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις μήνες», σημείωσε στη σχετική του δήλωση.
Ο κ. Ψαλιδόπουλος δήλωσε πως οι ετήσιες προβολές του ΔΝΤ είναι πολύ υψηλότερες από τις προβολές του ΟΔΔΗΧ, οι οποίες είναι συντηρητικές τόσο σε δεδουλευμένη όσο και σε ταμειακή βάση. Ενδεικτικά τόνισε πως σύμφωνα με την αρχική μεθοδολογία των θεσμών το πενταετές κόστος χρηματοδότησης της Ελληνικής Δημοκρατίας έπρεπε να είναι κοντά στο 3,4% αντί για το σημερινό 0,4%.
«Ο παράγοντας αυτός έχει ισχυρό αντίκτυπο όσον αφορά στα μελλοντικά επίπεδα του χρέους προς το ΑΕΠ και στις ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες έναντι του ΑΕΠ, δηλαδή και στους δύο δείκτες που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους», ανάφερε, εκφράζοντας την απορία γιατί με τη νέα έκθεση του ΔΝΤ το ελληνικό χρέος είναι «λιγότερο βιώσιμο μακροπρόθεσμα», σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση (Μαρτίου 2019) που έκανε λόγο για ένα «πιο βιώσιμο» ελληνικό δημόσιο χρέος.
Τι λέει για τις τράπεζες
Το ΔΝΤ χαρακτηρίζει την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα ύψιστη προτεραιότητα. «Οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι στόχοι της κυβέρνησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και το πρόγραμμα «Ηρακλής» θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο, χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών», επισημαίνει το Ταμείο.
Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Αναφορικά με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, το ΔΝΤ εκτιμά πως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 1,8% το 2019 και θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2020, υποστηριζόμενος από τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και τις υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις, λόγω εισροών ξένων κεφαλαίων.
Ωστόσο, αναφέρει πως μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και τη χαμηλή παραγωγικότητα και πως η εξωτερική θέση της χώρας είναι ασθενέστερη από ότι έδειχναν τα προκαταρκτικά μεσοπρόθεσμα θεμελιώδη στοιχεία.
Στο σημείο αυτό τονίζεται πως οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι σημαντικοί και αναφέρεται στον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό, στην ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, στα εμπόδια που τίθενται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στην περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών.
«Η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη. Οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από κληρονομιές του παρελθόντος (υψηλό δημόσιο χρέος, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, ασθενής κουλτούρα πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.
Αν και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά την επόμενη δεκαετία και ο κίνδυνος ρευστότητας σε μεσοπρόθεσμη βάση θα είναι χαμηλός, η μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται βάσει ρεαλιστικών μακροοικονομικών δημοσιονομικών παραδοχών. Αυτοί και άλλοι παράγοντες αφήνουν την Ελλάδα ευάλωτη σε μια σειρά από εξωτερικές και εγχώριες διαταραχές», τονίζεται στην έκθεση.
Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ σημειώνει πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές θα καταστούν πιο ισορροπημένες, αν οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης επιφέρουν ταχύτερα αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά στην εν λόγω πρόοδο.
«Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πολιτική της εντολή και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα, μέσω του καθαρισμού των ισολογισμών των τραπεζών, τη βελτίωση της φορολογικής πολιτικής, την απλούστευση της χορήγησης αδειών για τις επιχειρήσεις, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον οι αρχές μπορούν να ξεπεράσουν τα μακροχρόνια κατεστημένα συμφέροντα που παραδοσιακά εμπόδιζαν τις μεταρρυθμίσεις», τονίζεται με νόημα.
ΤΟ ΔΝΤ επαναφέρει και τη θέση του για τη μείωση του αφορλόγητου και όπως αναφέρει «τα σχέδια για τη μείωση των άμεσων φορολογικών συντελεστών και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης είναι ευπρόσδεκτα αλλά μπορούν να επιτευχθούν περισσότερα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης».
Πάγια θέση του ΔΝΤ εξακολουθεί να είναι η μείωση των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες.
Καταλήγοντας η Έκθεση, υπογραμμίζει ότι «ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 αναμένεται να ευθυγραμμιστεί με τη δέσμευση της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους εταίρους, ωστόσο θα εξαρτηθεί για άλλη μια φορά από την υστέρηση της υποαπορρόφησης των δημόσιων επενδύσεων. Για το 2020 και προς τα εμπρός, το προσωπικό συνιστά κυβέρνηση και Ευρωπαίοι εταίροι να συμφωνήσουν γύρω από μια ουσιαστικά χαμηλότερη πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική χαλάρωση και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας) και επενδυτικές ανάγκες».
Σχετικά