Γράφει ο Νίκος Τ. Παγώνης
Τέως Πρόεδρος Ελληνικής Κοινότητας Μείζονος Μόντρεαλ(ΕΚΜΜ)
Τελικά, ήλθε και εδέησε, οι απόδημοι να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους. Μετά από δεν ξέρω πόσα χρόνια και ατελείωτες υποσχέσεις πολιτικών ο νόμος περί ψήφου ομογενών οδηγείται στο τελευταίο στάδιο διαδικασίας με την κατάθεση του σχετικού νομοσχεδίου στην ειδική επιτροπή της Βουλής.
Με τους 200 ψήφους πλέον εξασφαλισμένους, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πιστώνεται όχι μόνο την υλοποίηση μιας προεκλογικής υπόσχεσης, αλλά και την ευελιξία που χρειάστηκε προς εξασφάλιση μιας διευρυμένης συναίνεσης, στοιχείο σπάνιο αλλά απαραίτητο στη σωστή λειτουργία της δημοκρατίας.
Και ναι μεν μπορεί η συναίνεση να επιτεύχθηκε και η ψήφιση του νόμου να έχει εξασφαλιστεί, η όλη διαδικασία, όμως, αφήνει μια πίκρα στο στόμα για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής διασποράς.
Η επιμονή του ΚΚΕ, του 5,30 % δηλαδή, να συμπεριληφθούν μια σειρά περιορισμών για να συναινέσει στη ψήφιση του νομοσχεδίου στέρησε το δικαίωμα ψήφου από όλους εκείνους που λείπουν από τη χώρα πάνω από 35 χρόνια.
Όλους εκείνους, δηλαδή, που υποχρεωθήκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, τότε που η Ελλάδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της.
Εκείνους, που έστησαν στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Αυστραλία την Ελλάδα της διασποράς, που οργάνωσαν και διατήρησαν τις ομογενειακές οργανώσεις και εκείνους επί των οποίων στηρίχθηκε η Ελλάδα, επανειλημμένα, για λόμπι και υποστήριξη των εθνικών δικαίων όποτε χρειάστηκε.
Πέρα του ό,τι οι προτάσεις του ΚΚΕ δημιούργησαν δύο κατηγορίες πολιτών (χρειάστηκε μεταρρύθμιση συντάγματος για να μη χαρακτηριστούν αντισυνταγματικές), το όλο σκεπτικό βασίστηκε, απ’ ό,τι πληροφορούμε, σ’ ένα αβάσιμο συλλογισμό, που όχι μόνο εκπλήσσει, αλλά εγείρει και πολλά ερωτηματικά περί μικροκομματισμού και μικροπολιτικού συμφέροντος.
Κατ’ αρχάς, η ψήφος δεν είναι δήλωση πατριωτισμού, ένδειξη ενδιαφέροντος, δεσμού ή οτιδήποτε άλλο μπορούν να σκαρφιστούν οι πολιτικάντηδες. Η ψήφος είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των πολιτών χωρίς περιορισμούς και επεξηγήσεις. Οτιδήποτε άλλο είναι εκ του πονηρού.
Η μακρόχρονη απομάκρυνση από το μητροπολιτικό κέντρο δεν εννοεί απαραίτητα και μείωση ενδιαφέροντος για το ελληνικό γίγνεσθαι. Αντίθετα, η βραχεία απουσία δεν προϋποθέτει αυτόματα γνώση και ενδιαφέρον για τα κοινά. Ιδιαίτερα, όταν ένα μεγάλο ποσοστό, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, εκείνων που πρόσφατα εγκατέλειψαν τη χώρα, το έπραξαν λόγω αντίθεσης στο μη αξιοκρατικό τρόπο που λειτουργούσε η κοινωνία.
Ακούστηκε κατά κόρον, μεταξύ άλλων, από εκείνους που υποστήριξαν τους περιορισμούς, ότι οι απουσιάζοντες πάνω από 35 χρόνια βλέπουν την Ελλάδα μόνο σαν τόπο διακοπών και λίγο ενδιαφέρονται πάνω από τη Μύκονο και Σαντορίνη. Ότι έχουν ενσωματωθεί πλήρως στη χώρα κατοικίας τους και δεν δικαιούνται να αποφασίζουν, με τη ψήφο τους, τις τύχες μιας χώρας που ελάχιστα τους ενδιαφέρει πολιτικά.
Βεβαίως, το ό,τι “μιλιούνια πολιτών” στην Ελλάδα αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας με το να μη συμμετέχουν στη διαδικασία, να στερούνται βασικών γνώσεων πολιτικών πραγμάτων, ν’ απαξιούν το σύστημα ή να ελπίζουν σε ρουσφέτια, δεν προβληματίζει. Η απουσία πάνω από 35 χρόνια ενοχλεί.
Η διευκόλυνση των ομογενών να ψηφίζουν από τον τόπο κατοικίας τους δεν συνεπάγεται αυτομάτως με την προσφυγή στις κάλπες εκατομμυρίων ομογενών.
Η ταλαιπωρία που θα απαιτηθεί για την εξάσκηση του δικαιώματος (απόσταση από προξενεία, συνωστισμός κτλ.) θα αποθαρρύνει τους περισσότερους να μπουν στη διαδικασία, ιδιαίτερα εκείνους της «Μυκόνου και της Σαντορίνη».
Οι μόνοι που θα υποστούν τα όσα συνεπάγονται θα είναι εκείνοι που και συνειδητά επιθυμούν να συμμετέχουν και που πιστεύουν ότι με τη ψήφο τους θα συνδράμουν να κτιστεί ένας καλύτερος τόπος για όλους.
Εγώ, πάντως, προσωπικά, για να κλείσω, έχασα το δικαίωμα ψήφου γιατί προφανώς πιο πολύ μετρά τα χρόνια απουσίας μου και λιγότερο τα πάμπολλα που υπηρέτησα, ανιδιοτελώς, τη μεγάλη ιδέα του οικουμενικού ελληνισμού.