To 2019 θα μείνει στην Ιστορία ως η καλύτερη χρηματιστηριακή χρονιά των τελευταίων 20 ετών, αφού όλα δείχνουν ότι στις τέσσερις συνεδριάσεις που απομένουν ως το τέλος της χρονιάς δύσκολα θα υπάρξει κάποια σημαντική μεταβολή που θα ανατρέψει τα δεδομένα.
Σε αυτή την χρονιά η Ελληνική Αγορά βρίσκεται στην πρώτη θέση των αποδόσεων από όλα τα χρηματιστήρια του πλανήτη ενώ για πρώτη φορά ο Γενικός Δείκτης σημείωσε 10 μηνιαία θετικά κλεισίματα, μια επίδοση που ουδέποτε στο παρελθόν δεν έχει καταγραφεί.
Οι μέσες ημερήσιες συναλλαγές βελτιώθηκαν κατά 21% όμως το μεγάλο κέρδος της Ελληνικής αγοράς ήταν η επιστροφή του ενδιαφέροντος σε εκδόσεις μετοχών και χρέους ελληνικού ρίσκου. Όλα τα παραπάνω είναι παρακαταθήκες για το 2020.
Το Χρηματιστήριο παρά την έξοδο σημαντικού πλήθους εισηγμένων εταιριών έχει την ευκαιρία να επιστρέψει ως μηχανισμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και δημιουργίας υπεραξιών για τους επενδυτές. Στην αύξηση του ενδιαφέροντος εκτιμάται ότι θα συμβάλει το περιβάλλον μηδενικών καταθετικών επιτοκίων ωθώντας κεφάλαια στην αναζήτηση πραγματικών αποδόσεων με μεγαλύτερο ρίσκο.
Ο αριθμός των ενεργών κωδικών αλλά και το ενδιαφέρον των ξένων μπορεί να αυξήθηκε, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι σημειώθηκε κάποια έξαρση σε βαθμό υπερβολής που να σηματοδοτεί την κορύφωση της ανοδικής Αγοράς. Οι τράπεζες ουσιαστικά τώρα μπαίνουν σε δρόμο εξυγίανσης επιταχύνοντας την μείωση των προβληματικών τους δανείων, οι αποκρατικοποιήσεις έχουν αποκτήσει μεγαλύτερο πλήθος και ποιότητα ενδιαφερομένων, υπάρχει ακόμα αρκετός χώρος για μελλοντικές αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας ενώ το εγχείρημα του Ελληνικού ακόμα δεν έχει ξεκινήσει ώστε να αρχίσει να συνεισφέρει στην οικονομία.
Στα εγχώρια ρίσκα της επόμενης χρονιάς θα μπορούσαν να επισημανθούν ο γεωπολιτικός παράγοντας, η κόπωση στο ενδιαφέρον ξένων επενδυτικών κεφαλαίων για την απόκτηση χαρτοφυλακίων προβληματικών δανείων, τα στρες τεστ των τραπεζών και η αδυναμία της χώρας να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση στην υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με την ΒΕΤΑ Χρηματιστηριακή, οι αποτιμήσεις στο κατώφλι του 2020 δεν είναι πια στην ζώνη της ευκαιρίας, έχουν περιορίσει το βαθμό συμπίεσης ενσωματώνοντας προσδοκίες από τις εκτιμώμενες επιδόσεις της νέας χρονιάς. Παρόλα αυτά με εκτίμηση προσδοκώμενου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κοντά στο 2,5% υπάρχει η αίσθηση ότι ακόμα και κλάδοι που υστέρησαν το 2019 (πχ λιανικό εμπόριο) θα αλλάξουν δυναμική και η ανάπτυξη θα αποκτήσει μεγαλύτερη διάχυση σε κλάδους και εταιρίες που ως τώρα κινήθηκαν με μεγαλύτερη μετριοπάθεια.
Σε τεχνικό επίπεδο ο Γενικός Δείκτης ολοκληρώνει την χρονιά κοντά στα υψηλά έτους έχοντας κινηθεί μετριοπαθώς ανοδικά μετά τον Οκτώβριο. Η δυναμική έχει μειωθεί ωστόσο έχουν κατακτηθεί δύσκολα τεχνικά σημεία στα οποία οι πωλητές πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν αναχαίτιζαν ανοδικές κινήσεις.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της χρηματιστηριακής εταιρείας, το επίπεδο των 1.050 μονάδων θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα βατός στόχος για το Γενικό Δείκτη με βάση την διαγραμματική εικόνα των τελευταίων ετών.
Το ορόσημο των 1.000 μονάδων ασφαλώς και θα αποτελέσει ένα ψυχολογικό όριο στην πορεία αυτή όμως αυστηρά διαγραμματικά το υψηλό του Δεκεμβρίου του 2014 είναι η ισχυρότερη μακροπρόθεσμη αντίσταση που θα βρει μπροστά του ο Δείκτης.