Κατά δύο βαθμίδες, σε “ΒΒ” από “Β+” με σταθερές προοπτικές, αναβάθμισε ο ιαπωνικός οίκος αξιολόγησης R&I την Ελλάδα, τονίζοντας ότι η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει την ισχυρή της πορεία. Αν και ο συγκεκριμένος οίκος δεν ανήκει στους τέσσερις μεγάλους ωστόσο η απόφαση του λαμβάνεται υπόψιν από τις αγορές.
Ο δείκτης του δημόσιου χρέους μειώνεται λόγω της διατήρησης των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως επισημαίνει ο R&I. Παρά το υψηλό δημόσιο χρέος, η βιωσιμότητά του βελτιώθηκε, καθώς η κυβέρνηση διατηρεί ένα μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας και είναι αντιμέτωπη με ένα πολύ πιο ευνοϊκό περιβάλλον χρηματοδότησης. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει σταθερή πολιτική βάση, ενώ το δυναμικό της οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να ενισχυθεί εάν σημειωθεί πρόοδος στην ατζέντα πολιτικής της για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων. Με δεδομένες αυτές τις εξελίξεις, η R&I προχωρά έτσι στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας.
Ακόμη στα συμπεράσματα του Οίκου για τις τράπεζες επισημαίνεται ότι οι κεφαλαιακοί δείκτες των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών της Ελλάδας κινούνται υψηλότερα από τις απαιτήσεις του SSM, ενώ η κερδοφορία τους έχει ανακάμψει, με τις καταθέσεις να αυξάνονται σταθερά. Ενώ τα ανεξόφλητα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξάνονται με μέτριο ρυθμό, τα δάνεια προς τα νοικοκυριά εξακολουθούν να μειώνονται. Ο δείκτης NPE εξακολουθεί να είναι υψηλός, ωστόσο η εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής” που προωθεί η κυβέρνηση θα συμβάλει σημαντικά στη μείωση των κόκκινων δανείων, βελτιώνοντας τον ρόλο των τραπεζών στην χρηματοδότηση της οικονομίας.
Πλεονάσματα – Χρέος
Για τα πρωτογενή πλεονάσματα αναφέρεται ότι κινούνται υψηλότερα του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ, και φέτος η κυβέρνηση το τοποθετεί στο 4,3% ενώ το 2020 αναμένεται να κινηθεί στο 3,7%. Η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα με στόχο τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις. Επιπλέον θα προχωρήσει και σε μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση των φορολογικών εισπράξεων. Αν και η προσοχή θα στραφεί, σύμφωνα με τον οίκο, στο εάν η κυβέρνηση θα μπορέσει να πετύχει των στόχο για τις εισπράξεις, είναι απίθανο να μην επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, με βάση τις εκτιμήσεις ότι η οικονομία θα παραμείνει σε σταθερή τροχιά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 173,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2019. Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους οφείλεται σε δημόσιους οργανισμούς, με τη μέση λήξη να ξεπερνά τα 20 έτη και το μέσο σταθμικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο επίπεδο του 1-2%. Χάρη εν μέρει στο μεγάλο cash buffer, η ανησυχία για τη βιωσιμότητα του χρέους έχει μειωθεί. Πάντως, ο οίκος σημειώνει πως το παραγωγικό κενό είναι σημαντική πρόκληση και το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι διψήφιο, αν και χαμηλότερο από πριν.