Αντιδράσεις προκαλεί η δήλωση του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη ότι η προστασία της α’ κατοικίας είναι ζημιογόνα για την οικονομία.
Η σκληρή αυτή δήλωση του υπουργού, δεν πέρασε φυσικά απαρατήρητη από την αντιπολίτευση που άνοιξε πυρ εναντίον του, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μιλά για «αποκρουστική, απάνθρωπη, και εσφαλμένη άποψη» και να εγκαλεί τον ίδιο τον πρωθυπουργό, υποστηρίζοντας ότι «ο Κυριάκος Μητσοτάκης φέρει ακέραιη την ευθύνη για τις αθλιότητες Γεωργιάδη εις βάρος όσων αδυνατούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους».
Ο υπουργός, μιλώντας στο πλαίσιο χαιρετισμού που απηύθυνε σε εκδήλωση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου για το θέμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας σε καμία προηγμένη οικονομία για να προσθέσει ότι «ούτε πρέπει να υπάρχει».
Μάλιστα, αναπτύσσοντας τη σκέψη του ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος στην αρχή της ομιλίας του, είπε ότι πάσχει από “ακράτεια λόγου”, πήγε ένα βήμα παραπέρα χαρακτηρίζοντας την προστασία της πρώτης κατοικίας ως «ζημιογόνα» για την οικονομία. «Αν δεν υπάρχει δυνατότητα εκπλειστηριασμού της α΄κατοικίας δεν υπάρχει στεγαστικό δάνειο της α’ κατοικίας, γιατί ο μόνος τρόπος για να υπάρξει στεγαστική πίστη σε κάποιον που δεν έχει καμία άλλη περιουσία είναι να εκπλειστηριάζεται η α’ κατοικία» εξήγησε ο υπουργός.
Συνεχίζοντας ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι «αν υπερασπίζεσαι την προστασία της α΄κατοικίας με ένα είδος ιδεολογικής εμμονής στην πραγματικότητα θέλεις να αφήσεις άλλους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Όχι εγώ αυτό δεν το δέχομαι»
Σε κάποιο σημείο της ομιλία του, είπε ότι είσοδος στην κανονικότητα σημαίνει είσοδο στην κανονική καπιταλιστική οικονομία, που σημαίνει τράπεζες ισχυρές».
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα των πλειστηριασμών είναι πολύ ευαίσθητο και η ακράτεια λόγου προκαλεί άγχος και ανασφάλεια στους πολίτες. Πολύ περισσότερο, την δεδομένη στιγμή, καθώς οι πλειστηριασμοί απελευθερώνονται πλήρως από την 1η Μαΐου, όποτε παύει να ισχύει το υπάρχον πλαίσιο προστασίας, ακόμη και αν πρόκειται για την πρώτη κατοικία του οφειλέτη, ανεξαρτήτως εμβαδού του ακινήτου και της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη, με τους θεσμούς να πιέζουν αφόρητα προς αυτή την κατεύθυνση.