Citi: Μέσα στο 2020 η ένταξη της Ελλάδας στο QE

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 2 λεπτά

Την εκτίμησή της ότι αν η Ελλάδα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις με τον ίδιο ρυθμό, θα καταφέρει να μπει στο QE της ΕΚΤ ακόμη και μέσα στο 2020 εκφράζει η Citi η οποία προχώρησε  σε σημαντική αναβάθμιση των προβλέψεών της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας την τριετία 2019-2021.

Όπως επισημαίνειη αμερικανική τράπεζα η μεγάλη μείωση του πολιτικού κινδύνου συνηγορεί στην διαπραγματευτική ισχύ της Ελλάδας για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος (ύψους 3,5% του ΑΕΠ) με τους Ευρωπαίους πιστωτές. Στις σχετικές συζητήσεις εξετάζεται ένας αισθητά μικρότερος στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,25% του ΑΕΠ, τονίζει η Citi. Εάν συμφωνηθεί, θα υπάρξει μια ισχυρή δημοσιονομική ώθηση στην ανάπτυξη του ΑΕΠ, πιθανώς ακόμα και από το β’ τρίμηνο του 2020, μετά από μια δεκαετία δημοσιονομικού περιορισμού.

Έτσι η Citi εκτιμά πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιταχυνθεί στο 2,5% σε πραγματικούς όρους και ανεβάζει σημαντικά τις εκτιμήσεις της για την τριετία 2019-2022. Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθούν κατά περίπου 1% μεταξύ του 2018 (στο 3,3% του ΑΕΠ) και του 2024, όπως προσθέτει και σημειώνει ότι περιλαμβάνει αυτήν την εκτίμηση στις προβλέψεις της και για αυτό αναθεωρεί προς τα πάνω τον στόχο για την ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ στο 2,6% το 2020 και στο 2,5% το 2021 από 2,1% πριν.

Παράλληλα τονίζεται πως η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία θα επιφέρει στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς η εγχώρια ρευστότητα παραμένει χαμηλή λόγω των αδυναμιών του τραπεζικού κλάδου. Πάντως τονίζει ότι με τη συστημική λύση που προωθεί η κυβέρνηση με το σχέδιο “Ηρακλής” θα βοηθηθούν οι ελληνικές τράπεζες να μειώσουν τα NPEs και να αυξήσουν σταδιακά την εγχώρια ρευστότητα.

Η ισχυρότερη ανάπτυξη μπορεί να προκαλέσει την ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων, σημειώνει η Citi και αναμένει ότι η Ελλάδα θα μπει στο QE της ΕΚΤ μέχρι τα τέλη του 2020.

Πάντως, η αμερικάνικη τράπεζα, επαναλαμβάνει πως η δυνητική ανάπτυξη παραμένει αδύναμη και δεν θα ξεπεράσει το 1%, δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ότι σε άλλες περιφερειακές χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα διάσωσης. Σύμφωνα με τη Citi, οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007.

Πάντως, το κλειδί για τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, καταλήγει η Citi. Συνολικά, η Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά το κύριο “κανάλι” χρηματοδότησης της οικονομίας.