Με το νέο point system για τη μετανάστευση στη Βρετανία, μόνο άτομα με υψηλά προσόντα έχουν πιθανότητες να εργαστούν στη χώρα. Σερβιτόρες και φροντιστές ηλικιωμένων μένουν απ’ έξω – εκτός αν μιλούν καλά αγγλικά.
«Οι μετανάστες είναι πάρα πολλοί», ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα πολλών Βρετανών υπέρ του Brexit. Ως αντίβαρο, μετά το δημοψήφισμα του 2016, η κυβέρνηση στο Λονδίνο υποσχέθηκε να μειώσει τον αριθμό των μεταναστών, που σήμερα ξεπερνά τους 200.000 ετησίως, σε μερικές δεκάδες χιλιάδες. Τώρα παρουσιάζει έναν νέο κανονισμό, σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι αιτούντες με υψηλή μόρφωση ή με υψηλά εισοδήματα μπορούν να λάβουν άδεια παραμονής και εργασίας στη Μεγάλη Βρετανία. Οι πολίτες της ΕΕ και οι αιτούντες από άλλα μέρη του κόσμου θα πρέπει επίσης να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης.
Μεταναστευτικό σύστημα made in Australia
Η βάση του νέου κανονισμού για τη μετανάστευση είναι ένα σύστημα συλλογής πόντων, το οποίο βασίζεται στο αυστραλιανό μοντέλο. Όποιος έχει για παράδειγμα μία προσφορά εργασίας από μια βρετανική εταιρεία παίρνει 20 πόντους. Όταν πρόκειται για μια εξειδικευμένη θέση εργασίας προστίθενται άλλοι 20 πόντοι. Η καλή γνώση αγγλικών φέρνει 10 πόντους και επιπλέον άλλοι 20 πιστώνονται για ετήσιο μισθό 30.000 ευρώ ή περισσότερο. Κάθε υποψήφιος πρέπει να συγκεντρώσει συνολικά 70 πόντους.
«Επαναπροσδιορίζουμε την πολιτική μας», εξηγεί η υπουργός Εσωτερικών Πρίτι Πατέλ. «Θέλουμε μόνο τους πιο έξυπνους και τους καλύτερους. Οι ημέρες των φθηνών και ανειδίκευτων εργαζομένων είναι μετρημένες». Με αυτό τον τρόπο το συντηρητικό κυβερνών κόμμα εκπληρώνει την υπόσχεσή του να ανακτήσει τον έλεγχο των συνόρων της χώρας μετά τον Brexit. Ο αριθμός των εργατών από την Ανατολική Ευρώπη στην βρετανική κατασκευαστική βιομηχανία, για παράδειγμα, θα μειωθεί. Οι ντιλιβεράδες, οι σερβιτόροι, οι μάγειρες – δηλαδή οι λιγότερο καλά εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι που εργάζονται στους κλάδους της εστίασης, των ξενοδοχείων και άλλων υπηρεσιών στις μεγάλες βρετανικές πόλεις δεν θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να λάβουν άδειες σύμφωνα με το νέο σύστημα.
Μία εξαίρεση πρόκειται να γίνει στον τομέα τους συστήματος περίθαλψης: το εθνικό σύστημα υγείας στερείται περίπου 50.000 νοσοκόμες και 20.000 γιατρούς. Η κυβέρνηση παρόλα αυτά δεν έχει ακόμη καταλήξει στο πώς θα καλύψει τα κενά. Ο Μπόρις Τζόνσον κάνει λόγο για εκπαιδευόμενους από το εσωτερικό της χώρας – όμως δεν υπάρχει ακόμα σχέδιο γι’ αυτό και για την υλοποίησή του θα χρειαστούν χρόνια. Ωστόσο, απομένει να διαπιστωθεί εάν το ιατρικό προσωπικό της ΕΕ εξακολουθεί να επιθυμεί να εργαστεί στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit και υπό τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. 5000 νοσοκόμες από ευρωπαϊκές χώρες εγκαταλείψανε τελευταία τη Μ. Βρετανία.
«Ιστορική στιγμή για τη χώρα»
Η βρετανίδα υπ. Εσωτερικών Πρίτι Πατέλ επαινεί το νέο καθεστώς μετανάστευσης χαρακτηρίζοντάς το ως μία «ιστορική στιγμή για τη χώρα» που φέρνει την μετανάστευση υπό βρετανικό έλεγχο «για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες». Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο αν δεν εξετάσει τα γεγονότα σε βάθος, καθώς υπήρχε πάντα ένα ελεγχόμενο μέρος της μετανάστευσης, δηλαδή η μετανάστευση από μη ευρωπαϊκές χώρες. Ήδη το 2018 η μετανάστευση από χώρες της ΕΕ είχε μειωθεί σε περίπου 74.000, ενώ περίπου 250.000 μετανάστες από μη ευρωπαϊκές χώρες αναζήτησαν την ίδια χρονιά την τύχη τους στη χώρα.
Στο παρελθόν τα πράγματα ήταν γενικά ισορροπημένα – ο έλεγχος των μεταναστευτικών ροών ήταν πάντοτε εφικτός, αφού οι μετανάστες εκτός ΕΕ ήταν περίπου το 50% του συνολικού μεγέθους. Ακόμα και η Τερέζα Μέι όμως προέβη σε μεγάλες υποσχέσεις κατά τη διάρκεια της θητείας της ως υπουργός Εσωτερικών και θέλησε να μειώσει τη μετανάστευση σε πενταψήφιους αριθμούς. Αλλά ποτέ δεν προσπάθησε κάνει πραγματικότητα τις υποσχέσεις της.
Ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ ήταν η πρώτη κυβέρνηση εντός της ΕΕ που άνοιξε την πόρτα για τους εργαζόμενους από τα νέα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης το 2004. Όλοι οι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν τις μεταβατικές περιόδους που συμφωνήθηκαν. Η εισροή μεταναστών -των οποίων ο αριθμός είχε ήδη αυξηθεί σε περίπου 100.000 από το 2006- είχε ως αποτέλεσμα μια οικονομική άνθηση, ιδίως στους τομείς των κατασκευών και των υπηρεσιών. Αντ’ αυτού όμως, η σημερινή συντηρητική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Πηγή: DW