Τα τελευταία χρόνια, οι ελληνο-κινεζικές σχέσεις διανύουν μία νέα, δυναμική περίοδο, όπως αποδεικνύει και ο μεγάλος αριθμός εκατέρωθεν επισήμων επισκέψεων σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, οι οποίες οδήγησαν στην δημιουργία σταθερών διαύλων επικοινωνίας και την διαμόρφωση κοινής προσέγγισης σε σειρά ζητημάτων. Παρόλα αυτά, ο όγκος του ελληνο-κινεζικού εμπορίου αντιστοιχεί σε μόλις 5,1% του συνόλου του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου, γεγονός που δεν ανταποκρίνεται, τόσο στις πραγματικές δυνατότητες, όσο και στο εξαιρετικό επίπεδο των γενικότερων σχέσεων των δύο χωρών.
«Είναι προφανές ότι, παρά τις προσωρινά αντίξοες συνθήκες ελέω Covid-19, πρέπει να καταβληθούν ακόμα μεγαλύτερες προσπάθειες, ώστε οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών να αναπτυχθούν, στο μέγιστο δυνατό βαθμό» όπως σημειώνει σε σχετικό ενημερωτικό σημείωμα για τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας Κίνας το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά.
Πιο αναλυτικά το ΕΒΕΠ αναφέρει:
Στο Εμπόριο παρατηρείται ανάκαμψη και δυναμική ανάπτυξη του διμερούς ελληνο-κινεζικού εμπορίου, η συνολική αξία του οποίου διαμορφώθηκε σε 4,5 δισ. ευρώ. Η αξία των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στην Κίνα άρχισε, όχι απλώς να ανακάμπτει, αλλά να ακολουθεί εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ειδικότερα, η αξία των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στην Κίνα, σχεδόν διπλασιάστηκε, με αύξηση 91% και διαμορφώθηκε σε Euro 902,4 εκ. σημειώνοντας ιστορικό υψηλό.
Τα προϊόντα πετρελαίου, αποτελούν την κυριότερη κατηγορία ελληνικών προϊόντων που εξάγεται στην Κίνα. Μάλιστα, η αξία των συναφών εξαγωγών σχεδόν τετραπλασιάστηκε, σε Euro 443,9 εκ., από Euro 114,3 εκ., καλύπτοντας το 50% περίπου του συνόλου των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στην Κίνα. Έπονται οι εξαγωγές μαρμάρου, το οποίο αποτελεί το βασικό ελληνικό προϊόν που εξάγεται στην Κίνα, με την αξία των εξαγωγών να παρουσιάζουν αύξηση (11%), και μα διαμορφώνονται σε Euro 247,1 εκ., καλύπτοντας το 27% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών προς την Κίνα.
Ακολουθούν οι εξαγωγές βάμβακος (~4,6% επί του συνόλου, Euro 41,2 εκ.), η αξία των οποίων υπερτετραπλασιάζεται, μεταλλευμάτων και συμπυκνωμάτων πολύτιμων μετάλλων (~3,3% του συνόλου, Euro 29,9 εκ.), η αξία των οποίων υπερ-πενταπλασιάζεται, και φαρμάκων (~2,3% επί του συνόλου, Euro 20,8 εκ.), η αξία των οποίων υπερ-τριπλασιάζεται, σε σχέση με το 2017. Αντίστοιχα, παρά την ελαφρά κάμψη που παρατηρήθηκε το 2017, οπότε και η αξία τους διαμορφώθηκε σε Euro 2,7 δισ., οι εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στη χώρα μας ακολουθούν επίσης ανοδική πορεία. Το 2019 παρουσίασαν αύξηση 33%, και διαμορφώθηκαν σε Euro 3,6 δις., καταγράφοντας, επίσης, ιστορικό υψηλό. Τα κυριότερα κινεζικά προϊόντα που εξήχθησαν στην χώρα μας, πέρυσι ήταν ηλεκτρονικοί υπολογιστές και μέρη αυτών (16% του συνόλου, Euro 578,9 εκ.), ελάσματα αργιλίου (5% του συνόλου, Euro 164,9 εκ.), πλοία (4% του συνόλου, Euro 148,0 εκ.), συσκευές ενσύρματης τηλεφωνίας (4% του συνόλου, Euro 145,9 εκ.) και συσκευές κλιματισμού (3% του συνόλου, Euro 105,3 εκ.).
Ειδικότερα, η αξία των ελληνικών εξαγωγών σχεδόν διπλασιάζεται, με αύξηση 90,9%, σε σχέση με το 2017, ενώ εκείνη των ελληνικών εισαγωγών κινεζικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 32,6%. Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, καταγράφεται διεύρυνση του διμερούς εμπορικού ελλείμματος της χώρας μας, κατά 20,3%, μετά τη συρρίκνωσή του το 2017 κατά 12,3%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το απόθεμα Ξένων ‘Αμεσων Επενδύσεων κινεζικής προέλευσης στη χώρα μας, μέχρι και το 2019 ήταν Euro 1.2 δισ. Αντίστοιχα όμως, σύμφωνα πάντα με τα ίδια στοιχεία, η συνολική αξία των ελληνικών επενδύσεων στην κινεζική επικράτεια κατά την ίδια περίοδο, ήταν Euro 1,8 δισ.
Οι τομείς της ναυτιλίας, της ενέργειας, των υποδομών και των τηλεπικοινωνιών έχουν καθοριστεί από κοινού ως επενδυτικοί τομείς προτεραιότητας. Επίσης σειρά οικονομικών τομέων της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζουν ισχυρές επενδυτικές ευκαιρίες, όπως ο τουρισμός, η ναυπηγική και δημιουργική βιομηχανία, η γεωργία, η μεταποίηση τροφίμων, τα logistics,το λιανικό εμπόριο, η εξόρυξη μεταλλευμάτων, οι βιοεπιστήμες, οι τεχνολογίες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών και η αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας.
Golden Visa
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Enterprise Greece, το οποίο είναι αρμόδιο για την εποπτεία του λεγόμενου Προγράμματος «Golden Visa Programme» έως και το 2018, χορηγήθηκαν συνολικά 3.404 ‘Αδειες Παραμονής σε επενδυτές ακινήτων και συνολικά 8.899 ‘Αδειες Παραμονής σε Κινέζους και τα μέλη της οικογένειάς τους.
Η βασική στρατηγική επένδυση στην Ελλάδα η οποία απέβη επιτυχής από κάθε άποψη είναι η συμμετοχή της COSCO στην επέκταση και εκσυγχρονισμό του ΟΛΠ. Ο Πειραιάς βρίσκεται, πλέον, στην 1η θέση των μεγαλύτερων λιμένων της Μεσογείου, από την 11η το 2006, ενώ διεθνείς εταιρείες όπως η ZTE, η HUΑWEI και η HP διακινούν μέσω Πειραιά τα προϊόντα τους στην Ευρώπη.
Τα σχέδια της COSCO συμπεριλαμβάνουν επίσης και το υπόλοιπο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, όπως είναι το Θριάσιο, ενώ υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να υπάρξει ενδιαφέρον για το λιμάνι της Ελευσίνας και για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Στόχος η ανάπτυξη στην περιοχή μονάδων ελαφράς μεταποίησης και συναρμολόγησης κινεζικών και άλλων προϊόντων.
Αντίστοιχα βέβαια τα κινέζικα ναυπηγεία μέχρι το τέλος του 2019 είχαν εξασφαλίσει παραγγελίες ναυπήγησης 56 πλοίων, αξίας 2,3 δις δολάρια από Έλληνες πλοιοκτήτες. Το ελληνικό «βιβλίο παραγγελιών» στη Κίνα έχει εγγραφές για 33 φορτηγά πλοία αξίας 1,04 δις δολάρια , 13 πλοία εμπορευματοκιβωτίων αξίας 712 εκατ. ευρώ και 10 δεξαμενόπλοια αξίας 535 εκατ. ευρώ.
Τέλος, όσο αφορά την κρουαζιέρα, μετά τη συμφωνία με την MSc Cruises και τη Norwegian αναφέρεται ότι η COSCO βρίσκεται σε επαφές τόσο με την Carnival, την μεγαλύτερη εταιρεία κρουαζιέρας στον κόσμο, αλλά και με τη Royal Caribbean, καθώς και τους υπόλοιπους μεγάλους ομίλους κρουαζιέρας, προκειμένου να αναπτυχθεί το «home porting» στον Πειραιά.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης συμφωνεί με τον νέο πρόεδρο της ΟΛΠ ΑΕ Γου Ζενγκ Γκάνγκ, που δήλωσε πως η Cosco πρέπει να αυξήσει τις αποδόσεις για τους μετόχους της εταιρείας, όπου στους μικρομετόχους είναι και το ΕΒΕΠ, αλλά πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες, ώστε να συνεισφέρει περισσότερο στους εμπλεκόμενους φορείς, τις τοπικές κοινωνίες και βεβαίως να συνεργαστεί με τις ελληνικές επιχειρήσεις του ναυτιλιακού κλάδου.