Η πολύκροτη δίκη Τοπαλούδη που συγκλόνισε με τη στάση της εισαγγελέως

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 3 λεπτά

Γράφει ο Νίκος Τ. Παγώνης

Με καταδικαστική απόφαση που δικαιώνει το γενικό συναίσθημα απόδοσης δικαιοσύνης, έληξε η πολύκροτη δίκη του βιασμού και δολοφονίας μιας κοπέλας, η τραγωδία της οποίας μάτωσε το πανελλήνιο.

Η πολύκροτη δίκη, πέρα του ό,τι κράτησε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία με κομμένη την ανάσα μέχρι την ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης, παρουσίασε και μια σειρά άλλων παραμέτρων.

Από την αγόρευση της εισαγγελέως στη στάση των κατηγορουμένων, στο ρόλο των συνηγόρων υπεράσπισης, στην διαμαρτυρία του Δικηγορικού Συλλόγου μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, στην παρέμβαση πολιτικών, στο ξέσπασμα, δικαιολογημένο, μελών της κοινωνίας που επιτακτικά ζητούσαν την επαναφορά της θανατικής ποινής.

Έτσι, λοιπόν, μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση η αγόρευση της εισαγγελέως. Όχι μόνο γιατί συγκλόνισε με τον τρόπο και την ορμή με την οποία παρουσίασε τα επιχειρήματά της, αλλά και γιατί ξέφυγε κατά πολύ από τη ψυχρή νομικίστικη επιχειρηματολογία συνήθης σε δίκες του είδους.

Το πάθος, η συναισθηματική φόρτιση, η ταύτιση με το θύμα και το αγκάλιασμα των γονέων του, το ξέσπασμα εναντίον των συνηγόρων υπεράσπισης και γενικά η ζέστη και ανθρώπινη προσέγγιση που εξελίσσεται σε αγανάκτηση και θυμό ενάντια σε ένα απεχθές έγκλημα ανέδειξαν την εισαγγελέα σε ένα δικαστικό λειτουργό που προσθέτει ανθρωπιά και συναίσθημα σε ένα επάγγελμα που συνήθως χαρακτηρίζεται από ψυχρό επαγγελματισμό με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Σε καθαρά δικονομικά πλαίσια ίσως η αγόρευση να ξέφυγε κατά πολύ από την πεπατημένη και να προξένησε μάλλον δικαιολογημένες αντιδράσεις, όπως του Δικηγορικού Συλλόγου και ορισμένων πολιτικών, πρόσθεσε όμως κάτι ανεκτίμητο: την ανθρώπινη αγανάκτηση και πόνο ψυχής στην αντιμετώπιση πράξεων ατόμων που πιστοποιούν την πτώση του ανθρώπου και την κυριαρχία του κτήνους, που ορισμένοι κουβαλούν ακόμα μέσα τους.

Μπορεί ο Δικηγορικός Σύλλογος δικαιολογημένα να υπερασπίστηκε το υπέρτατο δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και το τεκμήριο αθωότητας που υπεραμύνονται οι συνήγοροι υπεράσπισης, δε σεβάστηκε όμως την ακροαματική διαδικασία που πρέπει να παραμένει ανεπηρέαστη από έξωθεν παρεμβάσεις.

Θα μπορούσε να το κάνει με την περάτωση της δίκης, αν και καλό θα ήταν να εξετάσει κατά πόσον οι πρακτικές των συνηγόρων υπεράσπισης ακολουθούν πίστα και κατά γράμμα τη νομική δεοντολογία και το ήθος του επαγγέλματος.

Και ερχόμαστε στο ρόλο της κοινωνίας. Από τη μια η, δυστυχώς, επικρατούσα αντίληψη της συμπεριφοράς γόνων οικογενειών με οικονομική επιφάνεια. Το παρεξηγημένο δικαίωμα του “ότι όλα επιτρέπονται”. Από το τρέξιμο με υπερβολική ταχύτητα, στο δημόσιο τσαμπουκά, στο βιασμό και τη δολοφονία.

Τα φράγκα του μπαμπά φτάνουν να τη βγάλουν καθαρή, άρα όλα επιτρέπονται. Τα γελάκια και η αλαζονεία κατά τη διάρκεια της δίκης αποδεικνύουν ακριβώς αυτό: τα φράγκα αρκούν να δημιουργήσουν καταλλήλως αμφιβολίες ενοχής που πιθανώς θα οδηγήσουν σε αθώωση. Για να μην πω τον κατάπτυστο τρόπο ανατροφής του κανακάρη που έμαθε να μη σέβεται τίποτα.

Και από την άλλη δικαιολογημένα η κοινωνία να νοιώθει προσβεβλημένη, αγανακτισμένη και πληγωμένη και με το δίκιο της να ζητά την εσχάτη των ποινών. Που σε καμία περίπτωση όμως δε μπορεί να είναι η βάρβαρη θανατική καταδίκη.

Η κοινωνία δε μπορεί να είναι εκδικητική και η τιμωρία δε δύναται να έχει τη μορφή του οριστικού και αμετάκλητου που είναι ο θάνατος.

Βεβαίως το αθώο θύμα, η άμοιρη Τοπαλούδη, δεν είχε αυτό το δικαίωμα. Της το στέρησαν οριστικά και αμετάκλητα οι βιαστές και δολοφόνοι της. Οι οποίοι όμως (εδώ επιτρέψτε μου να γίνω γραφικός και έντονος) αποδείχθηκε ότι πρόκειται περί καθαρμάτων και απάνθρωπων. Και μια κοινωνία, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι απάνθρωπη, αν σέβεται τον εαυτόν της.