Σχέδιο αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων καταρτίζουν αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), λόγω της πανδημίας, σύμφωνα με τα όσα δήλωσαν στο Reuters δύο πηγές με γνώση του θέματος.
Το σχέδιο, που διαμορφώνεται εν μέσω κινητοποίησης τρισεκατομμυρίων ευρώ από την Ευρώπη για τη στήριξη της οικονομίας της, έχει στόχο την προστασία των εμπορικών τραπεζών από την όποια δευτερογενή επίπτωση της κρίσης, αν η ανεργία στερήσει το αναγκαίο εισόδημα για την αποπληρωμή των δανείων.
Μία από τις πηγές ανέφερε ότι η ΕΚΤ έχει συστήσει ομάδα εργασίας (task force) για να εξετάσει την πρόταση μίας “κακής τράπεζας”, στην οποία θα μεταφερθούν τα “κόκκινα” δάνεια και ότι η εργασία για αυτή επιταχύνθηκε τις τελευταίες εβδομάδες.
Το ύψος των δανείων στην Ευρωζώνη που θεωρείται απίθανο να αποπληρωθούν ποτέ πλήρως διαμορφώνεται ήδη σε πάνω από μισό τρισ. ευρώ, περιλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών, των δανείων για αγορά αυτοκινήτων και των στεγαστικών δανείων, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Το ποσό αυτό αναμένεται να αυξηθεί καθώς η COVID-19 πιέζει τους δανειολήπτες και θα μπορούσε ακόμη και να διπλασιαστεί στο ένα τρισ. ευρώ, επιβαρύνοντας τράπεζες που είναι ήδη εύθραυστες και εμποδίζοντας τον νέο δανεισμό, σύμφωνα με τις πηγές.
Αν και η πρόταση για μία κακή τράπεζα συζητήθηκε χωρίς να προχωρήσει πριν από δύο και πάνω χρόνια, η ΕΚΤ, υπό τη νέα πρόεδρό της Κριστίν Λαγκάρντ, διαβουλεύτηκε με τράπεζες και αξιωματούχους της ΕΕ σχετικά με ένα τέτοιο σχήμα τις τελευταίες εβδομάδες, δήλωσε η μία από τις πηγές.
Η στήριξη του σχεδίου από την ΕΚΤ είναι κρίσιμης σημασίας, αλλά θα απαιτείτο και η συναίνεση της Γερμανίας που είναι η μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ. Το Βερολίνο ήταν επί μακρόν αντίθετο σε σχήματα που προβλέπουν κοινή ευθύνη για χρέη άλλων χωρών, αν και πρόσφατα έκανε μία απρόσμενη μεταστροφή, συμφωνώντας σε κοινό δανεισμό της ΕΕ για το ταμείο ανάκαμψης από τον κορονοϊό.
Ερωτηθείς χθες για τις κακές τράπεζες, ο επικεφαλής της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ Αντρέα Ενρία δήλωσε ότι, αν και ο ίδιος στηρίζει την ιδέα, είναι “πρόωρο” να συζητείται τώρα, επειδή δεν είναι ξεκάθαρο πόσο έντονη θα είναι επίπτωση του κορωνοϊού.