Του Νίκου Τ. Παγώνη
Το πώς οι διάφοροι άνθρωποι βλέπουν την Ελλάδα, εξαρτάται από το ποιοι είναι. Οι κάτοικοι, φερ’ ειπείν, τη βλέπουν με καρτερικότητα που συχνά αγγίζει το σημείο του αδιάφορου. Όπως ακριβώς οι ιδιοκτήτες ενός ακινήτου που ανήκει για αιώνες στην οικογένεια. Το βλέπουν, το καμαρώνουν, ξέρουν την αξία του και συνεχίζουν την πορεία τους χωρίς να δίνουν μεγάλη σημασία. Βεβαίως, δεν παύουν να είναι υπερήφανοι για την κληρονομιά τους, αλλά η ρουτίνα δεν παύει να είναι ρουτίνα.
Οι Έλληνες της διασποράς τη βλέπουν κάπως αλλιώς. Οι γεννημένοι στην Ελλάδα την εξιδανικεύουν, λόγω απόστασης και απομάκρυνσης, και τα παιδιά τους την ανακαλύπτουν κάθε φορά που την επισκέπτονται. Νοιώθουν, όμως, κι αυτά κατά κάποιον τρόπο σαν ιδιοκτήτες και επικεντρώνουν την προσοχή τους στο να περνάνε καλά τον περιορισμένο χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους.
Υπάρχουν, όμως, και οι ξένοι. Εκείνοι που έρχονται στην Ελλάδα φορτωμένοι πληροφορίες, εντυπώσεις άλλων και γενικά εικόνες που είτε τις διαμόρφωσαν μέσα από τη μάθησή τους, είτε επειδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας κέντρισαν το ενδιαφέρον τους και ερεύνησαν πριν την άφιξή τους στον τόπο. Φυσικά, εδώ δεν αναφέρομαι σε εκείνους που βλέπουν την Ελλάδα απλά και μόνο σαν τόπο διακοπών και κραιπάλης ( τα πάμπολλα κρούσματα μέθης και αποκρουστικής συμπεριφοράς είναι γνωστά), αλλά σε εκείνους που στέκονται με δέος μπροστά της.
Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν είχα την ευκαιρία να δω από κοντά το τι ακριβώς ένας ξένος βλέπει και νοιώθει επισκεπτόμενος τη χώρα μας. Δεν είχα την ευκαιρία, μέχρι πρόσφατα, που βίωσα από πρώτο χέρι τα συναισθήματα, τα επιφωνήματα, το σεβασμό και την ευχάριστη έκπληξη ενός ξένου επισκέπτη, ενός απλού επισκέπτη και όχι ενός μελετητή ή ακαδημαϊκού που οπωσδήποτε, λόγω επιστημονικού ενδιαφέροντος, αντιμετωπίζει την επίσκεψη του αλλιώς.
Ο φίλος μας, λοιπόν, με το που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα ήθελε να τα βιώσει όλα. Τις επισκέψεις στους αρχαιολογικούς χώρους, τα μουσεία, τις φυσικές ομορφιές, τις παραλίες, τη θάλασσα, το βουνό. Σαν διψασμένη γη που καρτερεί τα πρωτοβρόχια να ευφρανθεί.
Οι ταξιδιωτικές εμπειρίες του μάλλον εκτεταμένες, με πολλά ταξίδια στη Βόρεια και Νότια Αμερική. Μικρή γνώση από ευρωπαϊκές χώρες, γνώριζε, όμως, περί Ελλάδας από την ελληνικής καταγωγής σύζυγό του. Και αφίχθηκε με μια περιέργεια που άγγιζε τα όρια του υπερβολικού. Οι ερωτήσεις σωρηδόν, οι απαιτήσεις για επισκέψεις ατελείωτες, η λαχτάρα να δει και να αγγίξει αστέρευτη και ο ενθουσιασμός, κάθε φορά που ανακάλυπτε και κάτι καινούργιο, ίδιος με ενός μικρού παιδιού.
Άνθρωπος σοβαρός, με υπεύθυνη κυβερνητική θέση, ξεχώριζε από όλους εκείνους που καταφθάνουν με μοναδικό μέλημα να πάνε στα νησιά, ιδιαίτερα στα κοσμικά και φημισμένα. Ο δικός του πόθος ήταν να δει, να αισθανθεί και να νοιώσει όλα εκείνα που κάνουν την Ελλάδα τόπο μαγικό και μοναδικό.
Αρχικά, υπέθεσα ότι ήταν βαθιά επηρεασμένος από τις απεριόριστες δημοσιεύσεις περί Ελλάδας που κυκλοφορούν στο διεθνή τύπο και στα μέσα μαζικής πληροφόρησης. Όταν όμως επέμενε να πάμε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, εξεπλάγην. Ιδιαίτερα όταν τον πληροφόρησα ότι οι μοναδικές προσφερόμενες παραστάσεις ήταν στα ελληνικά. Και πήγαμε. Και κάθισε στα άβολα καθίσματα του αρχαίου θεάτρου για κοντά δύο ώρες, παρακολουθώντας την αρχαία τραγωδία, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, με θρησκευτική προσήλωση. Δεν είχε, δε, ούτε καν ζητήσει να πληροφορηθεί την ιστορία του έργου πριν την έναρξη της παράστασης.
Με το πέσιμο της αυλαίας, περίμενα να αρχίσει τις ερωτήσεις. Δεν το έκανε. Περπατούσε δίπλα μου αμίλητος, με μια ανεξήγητη έκφραση στο πρόσωπο του. Και τότε κατάλαβα. Ο ξένος, ο βόρειο Αμερικάνος, ζούσε μια εκπληκτική στιγμή. Χωρίς λόγια. Ο χώρος, η μαγεία της αρχαίας τραγωδίας, το συναίσθημα ότι κάθισε στα ίδια καθίσματα που χιλιετίες πριν άλλοι απόλαυσαν την ίδια τραγωδία που ο ίδιος βίωνε με το κορμί του και τη σκέψη του τώρα, τον συγκλόνιζε.
Και αφέθηκε ελεύθερα να αισθανθεί τη μοναδική αυτή εμπειρία που του προσέφερε την ευκαιρία να νοιώθει ολοκληρωμένος και καθηλωμένος συνάμα από κάτι που ίσως και ο ίδιος να μην μπορούσε να εξηγήσει πλήρως.
Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν με ξεναγήσεις και όλα τα συναφή που ο κάθε περιηγητής επιθυμεί να ανακαλύψει στην επίσκεψή του. Με μια διαφορά μόνο: το βλέμμα του δεν ήταν κριτικό. Ρουφούσε τις εικόνες, μύριζε, γευόταν, απολάμβανε και αισθανόταν με όλες του τις αισθήσεις. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί και δεν έπαυε να ρωτά συνεχώς, τι είναι αυτό και τι είναι το άλλο.
Εκείνο, όμως, που καρφώθηκε στο μυαλό μου ήταν η βραδιά στο Ηρώδειο. Και δεν ήταν τόσο το ενδιαφέρον που έδειξε αργότερα να πληροφορηθεί την ιστορία που διαδραματίστηκε στην αρχαία τραγωδία και τα μηνύματα και τους συμβολισμούς του Ευριπίδη, αλλά η όλη μυσταγωγία και το δέος που αισθάνθηκε από τη μοναδική, γι’ αυτόν, εμπειρία του αρχαίου θεάτρου.
Είναι πολλές οι φορές που παρακολούθησα παραστάσεις στο Ηρώδειο. Ένοιωθα κι εγώ, όμως, σαν ιδιοκτήτης. Περισσότερη αξία είχε η παράσταση παρά το ίδιο το θέατρο. Ενίοτε, έπιανα τον εαυτόν μου να παραπονιέται για το άβολο των αρχαίων καθισμάτων και κάπου στο άπειρο χανόταν το αίσθημα του δέους.
Η μοναδικότητα του αρχαίου θεάτρου, η σπάνια ακουστική και η ανεκτίμητη αρχιτεκτονική του απλά αποτελούσαν μέρος της όλης καλλιτεχνικής εμπειρίας και σπάνια δινόταν σημασία στο που ακριβώς βρισκόμουν. Μέχρι που ένας ξένος με επανασύνδεσε με τη μοναδική πραγματικότητα που τα δικά του μάτια είδαν και η δική του ψυχή αισθάνθηκε.
Κι εγώ, ένοιωσα ντροπιασμένος. Ντροπιασμένος για τη μοναδική κληρονομιά, την απίστευτη παρακαταθήκη που μας κληροδοτήθηκε και που την προσπερνάμε σαν κάτι το απλό και συνηθισμένο.
Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα το συνηθισμένο εδώ. Και δεν αναφέρομαι σε εκείνα τα κιτς ξεφωνητά των υπερφίαλων σούπερ εθνικιστών με ρατσιστικές διαθέσεις και πρακτικές, αλλά στη βαθιά επίγνωση της βαρύτητας και της αποκλειστικής σημασίας της έννοιας της μοναδικότητας της συνεχιζόμενης ροής ενός παρελθόντος που δεν έπαψε ποτέ να είναι παρόν και μέλλον. Και που μας ανήκει. Εξ ολοκλήρου. Και που ναι μεν το μοιραζόμαστε με όλους εκείνους που το θεωρούν μέρος τη δικής τους κουλτούρας, χωρίς αυτό, όμως, να εννοεί πως η ευθύνη και η υποχρέωση της ανάδειξής του δεν είναι αποκλειστικά δικιά μας.
Χωρίς να χρειάζεται να μας το υπενθυμίζει ένας ξένος, που έτυχε να θέλει να συγκλονιστεί από μια γεύση που για μας ίσως να αποτελεί πλέον ρουτίνα.
Και ρουτίνα δεν είναι. Δεν μπορεί να είναι. Το διαπίστωσαν τα μάτια του ξένου. Και τα δικά μας, που είδαν τη δική μας κληρονομιά με τα μάτια κάποιου άλλου. Ενός ξένου. Και ντράπηκα.