Alpha Bank: Αυξήθηκαν οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 3 λεπτά

Η συγκράτηση των συνολικών καταναλωτικών δαπανών, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που κυριαρχεί, σημειώθηκε άνοδος στις καταθέσεις τόσο των νοικοκυριών, όσο και των επιχειρήσεων, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει το εβδομαδιαίο της report η Alpha Bank.

Η αύξηση της καταθετικής βάσης, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ακινήτων σε ένα διεθνές περιβάλλον υπερβολικά χαμηλών επιτοκίων αποτέλεσαν ένα φαινόμενο πανευρωπαϊκό.

Παρά τη μεγάλη απώλεια σε όρους ΑΕΠ το 2020 λόγω της πανδημίας, οι απώλειες σε όρους χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου είναι συγκριτικά -και μέχρι τώρα- πολύ πιο περιορισμένες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τους πρώτους δέκα μήνες του 2020, ο γενικός δείκτης όγκου στο λιανικό εμπόριο κατέγραψε ετήσια πτώση της τάξης του 2,8%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης εκτός καυσίμων μειώθηκε οριακά, κατά μόλις 0,4%, σε σύγκριση με το πρώτο δεκάμηνο του 2019.

Συγκεκριμένα, οι λιανικές πωλήσεις των καυσίμων και λιπαντικών αυτοκινήτων, σε όρους όγκου, μειώθηκαν κατά 10,9%, σε ετήσια βάση, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις που ήταν σε ισχύ στο δεύτερο τρίμηνο του έτους αλλά και του μέτρου της εργασίας από απόσταση που εφαρμόστηκε σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων από τον Μάρτιο και έπειτα και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των καθημερινών μετακινήσεων των εργαζομένων.

Εκτιμάται ότι η πτώση αυτή μετριάστηκε -σε ένα βαθμό- από την εκτεταμένη χρήση Ι.Χ. επιβατικών αυτοκινήτων, καθώς, παράλληλα, οι καταναλωτές απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τις δημόσιες συγκοινωνίες, εξαιτίας της πανδημίας.

Αποταμίευση Νοικοκυριών και Επιχειρήσεων

Η εν λόγω άνοδος των καταθέσεων, προήλθε από την αύξηση αφενός, της “αναγκαστικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν -σε ένα βαθμό- εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας), αφετέρου, της “προληπτικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές αποταμιεύουν, λόγω της αβεβαιότητας για την απασχόληση και τα μελλοντικά εισοδήματα).

Παράλληλα και οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε συγκράτηση των δαπανών τους, εξαιτίας της αβεβαιότητας που προκάλεσε η πανδημία Covid-19, για την πορεία των εργασιών και τη ρευστότητά τους.

Πρόσθετοι παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των καταθέσεων ήταν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας που υιοθέτησε η Ελληνική Κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της πανδημίας, όπως η παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, η οποία διοχετεύτηκε μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά και η αναστολή πληρωμών προς το δημόσιο (φορολογικών υποχρεώσεων, εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία).

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το άθροισμα των μηνιαίων καθαρών ροών καταθέσεων των νοικοκυριών ανήλθε, στο διάστημα Μαρτίου-Νοεμβρίου, σε Ευρώ 7,1 δισ., ενώ των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, αντίστοιχα, σε Ευρώ 9,8 δισ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αύξηση καταθέσεων τόσο των νοικοκυριών, όσο και των επιχειρήσεων, παρατηρήθηκε και στην Ευρωζώνη, από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, με την ίδια περίπου δυναμική.

Η πρόθεση των νοικοκυριών για αποταμίευση, αν και παραμένει έντονα αρνητική (-60,4 μονάδες), σημείωσε ελαφρά βελτίωση, σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (+1,5 μονάδα), ενώ πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση που έχει σημειωθεί από τον Απρίλιο. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται, πιθανότατα, ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών εξακολουθούν να αυξάνονται τόσο λόγω αποταμιεύσεων για προληπτικούς λόγους, όσο και λόγω μη χρησιμοποιούμενης ρευστότητας. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες για την απασχόληση, ωστόσο, έχουν βελτιωθεί, καθώς ο σχετικός δείκτης διαμορφώθηκε, τον Δεκέμβριο, σε 104,9 μονάδες, έχοντας ανακτήσει σχεδόν το 50% της απώλειας που κατέγραψε τον περασμένο Μάιο (94,6 μονάδες).

Η επίδοση του εν λόγω δείκτη, τον Δεκέμβριο, αποτελεί την υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, ωστόσο, επιδεινώθηκε εκ νέου, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων επτά μηνών.

Όσον αφορά στους επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στην Ελλάδα, σημειώθηκε πτώση, τον Δεκέμβριο, σε σύγκριση με τον Νοέμβριο, στο λιανικό εμπόριο, στις κατασκευές και στις υπηρεσίες, ενώ, αντίθετα, βελτιώθηκαν ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία και η καταναλωτική εμπιστοσύνη.