Της Σοφίας Λαλιωτίτη
Οι μέρες της ισορροπίας και της μετριοπάθειας του αείμνηστου Αδριανού Μιχάλαρου, όπως όλα δείχνουν, αποτελούν πλέον παρελθόν στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά.
Σχεδόν πενήντα μέρες μετά την τόσο ξαφνική, όσο και τραγική απώλεια του εμβληματικού Προέδρου του, καθώς έχασε τη μάχη που έδινε κατά του κορωνοϊού, το ιστορικό ΒΕΠ δεν έχει καταφέρει να βρει τον δρόμο του, ενώ κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει το μέλλον, αποδεικνύοντας εν τέλει πως ορισμένοι ρόλοι είναι όντως one man show.
Η παρουσία του Ανδριανού Μιχάλαρου άμβλυνε τις αντιθέσεις και τις έριδες και πιστώνεται αποκλειστικά και μόνον σε αυτόν, το επίτευγμα της στενής συνεργασίας των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων παρατάξεων που συνθέτουν σήμερα την διοίκηση του ΒΕΠ. Της παράταξης που πρόσκεινται στη Νέα Δημοκρατία και του ΣΑΒΕΠ που ο ίδιος είχε δημιουργήσει.
Σήμερα αυτές οι δύο παρατάξεις είναι κυριολεκτικά “δύο ξένοι στην ίδια πόλη”. Και όχι μόνο αυτό αλλά ακόμη και εντός του ΣΑΒΕΠ πλέον έχουν εκδηλωθεί αντίρροπες δυνάμεις οι οποίες διεκδικούν δυναμικό λόγο στην επόμενη μέρα.
Όλοι μαζί έχουν επιδοθεί ήδη σε μια κλιμακούμενη μέρα με την αντιπαράθεση, η οποία ενδεχομένως να είχε αποφευχθεί εάν λίγες μόνο ώρες πριν την ανάδειξη του νέου Προέδρου δεν άλλαζε – με νόμο μάλιστα – ο τρόπος και η διαδικασία ανάδειξης του.
Η χρονική σύμπτωση στην αλλαγή του νομικού πλαισίου ανάδειξης των προέδρων των Επιμελητηρίων και κυρίως μια μόνο φράση μερικών λέξεων που ενσωματώθηκε κυριολεκτικά στο “παραπέντε” στο κείμενο που ψηφίσθηκε στην Βουλή και η οποία πριν δεν υπήρχε στην τροπολογία που είχε αρχικά κατατεθεί, ήταν αρκετή για να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο.
Ο επικεφαλής της παράταξης της Νέας Δημοκρατίας στην διοίκηση του ΒΕΠ μιλά πλέον ανοικτά για συμπαιγνία στην οποία μάλιστα όπως ο ίδιος καταγγέλλει συμμετείχαν και υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης, προκειμένου να δημιουργηθεί εκείνο το πλαίσιο που θα ευνοούσε την παράταξη του ΣΑΒΕΠ να αναδείξει το νέο Πρόεδρο του ΒΕΠ χωρίς την συμμετοχή της διοίκησης στην όλη διαδικασία.
Ωστόσο αυτή η αιτίαση είναι κατά το ήμισυ σωστή, διότι σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς, ο νέος Πρόεδρος θα έπρεπε ούτως ή άλλως να προέρχεται από την παράταξη που συγκεντρώνει την πλειοψηφία στην διοίκηση. Οπότε για την διοίκηση θα ήταν μονόδρομος η έγκριση του.
Αν κάτι δεν πάει καλά με το νέο νόμο όταν τον συγκρίνει κανείς με τον προηγούμενο, έχει να κάνει με το ότι ο προηγούμενος νόμος δεν απέκλειε κανέναν από τα άλλα μέλη της πλειοψηφούσας παράταξης να διεκδικήσουν την θέση απευθείας στην διοίκηση.
Κάποια μέλη του ΣΑΒΕΠ λοιπόν διεκδίκησαν και αυτά την Προεδρία, κάτι που πρακτικά σήμαινε ότι εν τέλει οι αρχαιρεσίες για την ανάδειξη του νέου Προέδρου εντός των κόλπων της παράταξης, δεν θα είχαν κανένα απολύτως νόημα, αφού θα έπρεπε όλοι να εκτεθούν εκ νέου στο διοικητικό συμβούλιο.
Ο νέος νόμος όμως καταργεί αυτή την πρόνοια και προβλέπει ότι την θέση του Προέδρου μπορεί να την διεκδικήσει ένας και μόνον υποψήφιος από την πλειοψηφούσα παράταξη, όπερ και εγένετο μέσω αρχαιρεσιών που έγιναν εντός της παράταξης.
Θα έλεγε κανείς ότι το θέμα λογικά θα έκλεινε κάπου εκεί ακόμη και αν η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας συνέχιζε να αμφισβητεί την όλη διαδικασία κάτι που ήδη κάνει. Δυστυχώς όμως τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Αντίθετα από χθες τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα.
Αν και είχε προγραμματισθεί συνεδρίαση της διοίκησης του ΒΕΠ με σκοπό την επικύρωση του νέου Προέδρου, εν τέλει η συνεδρίαση αυτή αποδείχθηκε μια μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη για τον εκλεκτό του ΣΑΒΕΠ μιας και δεν εμφανίστηκαν σε αυτήν, όχι μόνο η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της μειοψηφίας, η οποία ούτως ή άλλως έχει διαχωρίσει την θέση της, αλλά και αρκετά μέλη του ΣΑΒΕΠ, τα οποία θεωρητικά θα έπρεπε να στηρίζουν την επιλογή της παράταξης τους.
Η περίπτωση του ΒΕΠ εν τέλει καταδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι τόσο ο νέος νόμος, όσο και ο προηγούμενος, δεν μπορούν να προσφέρουν αξιόπιστη λύση μιας και επιχειρούν να εξομοιώσουν έναν Πρόεδρο που έχει προκύψει από αρχαιρεσίες επί του συνόλου των μελών του Επιμελητηρίου με έναν Πρόεδρο που έχει προέλθει από μια εσωτερική ενδοπαραταξιακή διαδικασία.
Τυπικά βέβαια η πλειοψηφία δεν παύει να υφίσταται και εκεί εδράζονται και ο παλιός και ο νέος νόμος.
Στην πραγματικότητα όμως δεν μπορεί κανείς να αναπαράγει την έννοια και την ουσία της πλειοψηφίας με ένα νομικό κείμενο και αυτό γιατί οι πλειοψηφίες είναι προϊόν και αποτέλεσμα των ενεργειών συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες αποδεκτές από όλους όσους συμμετέχουν σε αυτές. Δεν είναι δακτυλίδι που αλλάζει χέρι.
Ο Πρόεδρος που έχει προέλθει από αρχαιρεσίες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν και σε καμιά περίπτωση.
Ο Πρόεδρος που προέρχεται από εσωτερικές διεργασίες που στηρίζονται στη νομική ερμηνεία της πλειοψηφίας θα αμφισβητείται πάντα και κάθε μέρα.
Απλά πράγματα.