Οι “big spenders” του ελληνικού τουρισμού

Χρόνος ανάγνωσης ⏰ 2 λεπτά

Η Ελλάδα αποτελεί έναν κορυφαίο τουριστικό προορισμό που προσελκύει εκατομμύρια τουρίστες από ολόκληρο τον κόσμο.
Ειδικά, το 2019 αποτέλεσε χρονιά ρεκόρ για τον τουρισμό της χώρας, με περισσότερους από 31 εκατομμύρια τουρίστες να επιλέγουν την Ελλάδα για τις διακοπές τους.Μετά την πανδημία, η χώρα βρίσκεται και πάλι σε τροχιά ανάπτυξης, με τα ετήσια έσοδα να ξεπερνάνε τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ.

Την πρώτη θέση στις αφίξεις από την ΕΕ κατέχει η Γερμανία, σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, αναλύοντας τα στοιχεία της περιόδου 2010-2020.
Εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και η Ρωσία αποτελούν τις κορυφαίες χώρες εισερχόμενου τουρισμού.

Από τα διαθέσιμα στοιχεία, προκύπτει ότι το 2019, 18 εκατομμύρια τουρίστες που έφτασαν στη χώρα μας προέρχονταν από την ΕΕ και 13 εκατομμύρια από τον υπόλοιπο κόσμο.

Όσον αφορά στα χρήματα που δαπανήθηκαν στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας χρονιάς, οι επισκέπτες από την ΕΕ ξόδεψαν περίπου 10 δισ. ευρώ, ενώ οι επισκέπτες από τον υπόλοιπο κόσμο περίπου 8 δισ. ευρώ.

Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα από χώρες εκτός ΕΕ, τείνουν να έχουν μεγαλύτερο προϋπολογισμό, να μένουν περισσότερο διάστημα στη χώρα μας και να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα κατά τη διαμονή τους.

Πρώτοι οι Γερμανοί στις δαπάνες

Το 2019 την πρώτη θέση στις δαπάνες από τουρίστες εντός της ΕΕ κατείχαν οι Γερμανοί με 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ στις πρώτες θέσεις από χώρες εκτός ΕΕ βρίσκονταν οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί τουρίστες με δαπάνες ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων και 1,2 δισεκατομμυρίων ευρώ αντίστοιχα.

Το 2019, οι αφορολόγητες αγορές στη χώρα μας εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ.

Βάσει των διαφορετικών συντελεστών, αυτό σημαίνει ότι μεταξύ 0,2 και 0,5 δισεκατομμυρίων ευρώ θα μπορούσαν να επιστραφούν στους τουρίστες με τη μορφή επιστροφής φόρου, γεγονός που θα μείωνε στη συνέχεια το κόστος επίσκεψης στην Ελλάδα κατά περίπου 2,8% σε 5,7%.

Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης τα οφέλη που προκύπτουν από τη μείωση του κόστους, καθώς το χαμηλότερο κόστος τείνει να αυξάνει τις δαπάνες κατά τη διάρκεια των διακοπών. Έτσι, με το σύστημα αφορολόγητων αγορών οι τουρίστες θα ξόδευαν μεταξύ 396 και 791 εκατ. ευρώ περισσότερα χρήματα.