Τα τελευταία 30 χρόνια, η άνοδος των ελληνικών εξαγωγών είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Να σημειωθεί ότι η εξωστρέφεια της οικονομίας ανέρχεται συνολικά σε 35% του ΑΕΠ, που διακρίνεται σε 19% του ΑΕΠ εξαγωγές υπηρεσιών (Ναυτιλία, Τουρισμός) και 16% του ΑΕΠ εξαγωγές αγαθών.
Η χώρα κατάφερε να διπλασιάσει το ποσοστό που οι εξαγωγές – εκτός πετρελαίου – καλύπτουν την παραγωγή την τελευταία 20ετία, με αποτέλεσμα σήμερα το 10% της παραγωγής να αντιστοιχεί σε εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.
Στελέχη της αγοράς, αναφέρουν ότι παρά τα ενθαρρυντικά αυτά στοιχεία, οι προσπάθειες τόνωσης της εξωστρέφειας πρέπει να ενταθούν και ότι η χώρα πρέπει να αναπτύξει τομείς παραγωγής και να αξιοποιήσει την πολιτική της αυτάρκειας και της αυτονομίας, τάση που αναπτύσσεται στην Ευρώπη.
Η εικόνα και οι προοπτικές των ελληνικών εξαγωγών αποτέλεσε αντικείμενο διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσε πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα, σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων, παρουσία της Προέδρου του Συνδέσμου κ. Χριστίνας Σακελλαρίδη, καθώς και της Γενικής Διευθύντριας Λιανικής Τραπεζικής της Τράπεζας, κ. Χριστίνας Θεοφιλίδη.
Στην εκδήλωση επισημάνθηκε ότι η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ (20% της παραγωγής), γεγονός που αντανακλά δύο βασικά διαρθρωτικά προβλήματα: το επενδυτικό κενό ύψους 130 δισ. ευρώ την τελευταία δεκαετία (Επενδύσεις/ΑΕΠ Ελλάδας 10%, έναντι 16% του μέσου όρου της ΕΕ) και το θεσμικό κενό (διαχείριση γης, επιχειρηματικό δίκαιο, γραφειοκρατία κοκ.) που επηρεάζει την επιχειρηματικότητα.
Τα ελλείμματα αυτά αποτυπώνονται στην υστέρηση σε πεδία, όπως το μέγεθος των επιχειρήσεων, οι πράσινες επενδύσεις, η ψηφιοποίηση και η καινοτομία.Στους εγγενείς παράγοντες αδυναμίας του επιχειρηματικού μας περιβάλλοντος προστίθενται η πίεση από την κλιματική αλλαγή, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο πληθωρισμός.