Συγκλονιστικό είναι το εύρος και το μέγεθος της πρόκλησης της ναυτιλίας για καθαρή ενέργεια που καλείται ο κλάδος να αντιμετωπίσει. Για να αποτυπωθεί το μέγεθος της απότομης μεταβολής που απαιτείται η ναυτιλία να πραγματοποιήσει, είναι σημαντικό να καταγραφούν τα βήματα που θα οδηγήσουν στον στόχο των μηδενικών εκπομπών έως το 2050.
“Απαιτείται ένα ποσοστό 70% οικολογικών καυσίμων (e-fuels) μηδενικού άνθρακα, τα οποία με τη σειρά τους απαιτούν 10 φορές περισσότερη ανανεώσιμη ενέργεια από ό,τι παράγεται σήμερα, ενώ 30% καυσίμων ουδέτερου άνθρακα απαιτούν 100 φορές περισσότερη δέσμευση άνθρακα από ό,τι έχουμε σήμερα… εφόσον, βέβαια, πρέπει να επιτευχθούν καθαρά μηδενικές εκπομπές”, αναφέρει ο Christopher J. Wiernicki, Chairman, President και CEO του ABS και πρόεδρος των ABS’ Affiliated Companies.
Η ναυτιλία αποτελεί ήδη και θα αποτελεί πάντα έναν βασικό παράγοντα σε αυτήν τη νέα ενεργειακή μετάβαση. Για τον τομέα της ναυτιλίας η πρόκληση και η αξιοποίηση των ευκαιριών βασίζονται σε δύο θέματα: η ναυτιλία για τη ναυτιλία, δηλαδή την απανθρακοποίηση του κλάδου μας, και η ναυτιλία στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κλίμακας, όπου υπογραμμίζεται ο κεντρικός της ρόλος της ως ένας παράγοντας που καθιστά εφικτή την παγκόσμια μετάβαση στην πράσινη ενέργεια.
“Ο τομέας της ναυτιλίας θα μεταφέρει καύσιμα τόσο ως φορτίο, είτε πρόκειται για αμμωνία, υδρογόνο, υγροποιημένο CO₂ είτε για κάποιο από τα άλλα ανταγωνιστικά καύσιμα, όσο και ως μέσο πρόωσης – κεντρικός ρόλος για τη μετάβαση που συνδέει τους παραγωγούς με τους καταναλωτές. Η όλη αυτή ιστορία της πράσινης ναυτιλιακής μετάβασης αποτελείται από πολλές συνιστώσες, εκ των οποίων τα πλοία αποτελούν μόνον μία. Άλλες συνιστώσες αφορούν λιμάνια, ναυλωτές, εμπορικές σχέσεις, όπως και τον ρόλο των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα”, εξηγεί στο “Forbes” o Christopher J. Wiernicki.
Με τον ίδιο τρόπο πρόκειται να επηρεαστούν πολλές μελλοντικές αποφάσεις και θέσεις, αφού η ναυτιλιακή κοινότητα πλέον αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει καθώς ωριμάζουν τα θέματα που αφορούν τον Δείκτη Έντασης Άνθρακα (CII, Carbon Capture Index) αλλά και τους άλλους τρόπους απανθρακοποίησης, καθώς εισάγεται και μια νέα σειρά χρονοδιαγραμμάτων τεχνολογικής ετοιμότητας, που πλαισιώνεται από βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σχέδια που κατευθύνονται προς τη λύση του 70% και του 30%.
“Όσον αφορά το πλοίο, το 70% της λύσης για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αφορά την επιλογή του καυσίμου, αλλά το 30%, το οποίο θεωρείται πιο άμεσα εφικτό, μπορεί να διευθετηθεί αξιοποιώντας ό,τι είναι διαθέσιμο επί του παρόντος: τεχνολογίες ενεργειακής απόδοσης και μεγάλα δεδομένα (“Big Data”) για την αύξηση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας και της βελτιστοποίησης της απόδοσης του πλοίου. Πρέπει να αρχίσουμε να εξισορροπούμε αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε επί του παρόντος, δηλαδή το πώς πρέπει να χειριστούμε την ασφάλεια της ενεργειακής μετάβασης, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα”, συμπληρώνει ο κ. Wiernicki.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η διαδικασία της δέσμευσης άνθρακα επιτρέπει στις βιομηχανίες να παραδώσουν ένα προϊόν καθαρά μηδενικών εκπομπών ρύπων χρησιμοποιώντας πόρους που βασίζονται σε ορυκτά για την παραγωγή καυσίμων όπως το υδρογόνο και η αμμωνία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι εκπομπές αυτές δεσμεύονται και αποθηκεύονται. Αυτό, άλλωστε, θα είναι το κλειδί για την παραγωγή ναυτιλιακών καυσίμων πλοίων σε μεγάλες ποσότητες.
“Η ενεργειακή απόδοση, η συνολική αλλαγή νοοτροπίας, ο εξηλεκτρισμός, οι ανανεώσιμες πηγές, το υδρογόνο αλλά και τα καύσιμα με βάση το υδρογόνο και, το σημαντικότερο, η δέσμευση, η χρήση και η αποθήκευση του άνθρακα, αποτελούν, καθένα εξ αυτών, τους βασικούς πυλώνες για την απανθρακοποίηση του παγκόσμιου θαλάσσιου ενεργειακού συστήματος. Η μετατόπιση και η απορρόφηση του δεσμευμένου άνθρακα μέσω καταβοθρών άνθρακα ή η δέσμευση στο έδαφος και στους ωκεανούς θα είναι καθοριστική για την επίτευξη καθαρά μηδενικών εκπομπών. Σε αντίθεση με την ενεργειακή αλυσίδα του υδρογόνου, η οποία είναι ένα σύστημα μετατροπής ενέργειας, η αλυσίδα του άνθρακα, του οποίου η δέσμευση και η αποθήκευση αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία, είναι ένας ξεκάθαρος μηχανισμός μείωσης. Το συγκεκριμένο σύστημα, που δημιουργεί μια ξεχωριστή αλυσίδα, διασταυρώνεται με την αλυσίδα του υδρογόνου για την παραγωγή καυσίμων (blue-coded fuels), καθώς η ανανεώσιμη ενέργεια αυξάνεται για να καλύψει τη μελλοντική ζήτηση. Είναι σημαντικό ότι η δέσμευση άνθρακα παρέχει λύση για γρήγορη ανάπτυξη παραγωγής καυσίμου υδρογόνου με χαμηλές εκπομπές ρύπων, καθώς και παραγωγής καυσίμων βασισμένων στο υδρογόνο, ως μια λύση για υπάρχοντα πλοία και πλωτές κατασκευές”, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Επί του παρόντος, η αλυσίδα του άνθρακα είναι ένας εξειδικευμένος τομέας. Όπως επισημαίνει ο κ. Wiernicki, “καθώς η αλυσίδα αυξάνεται, ενδέχεται να δούμε τον άνθρακα να μεταμορφώνεται σε ένα πολύτιμο αγαθό. Εάν, μαζί με την αποθήκευση και τη δέσμευση, καθιερωθεί η χρήση άνθρακα ως πρώτης ύλης για τα τελικά προϊόντα, τότε η αλυσίδα αυτή θα δημιουργήσει ένα εντελώς νέο παγκόσμιο εμπόριο. Και στις δύο αλυσίδες υδρογόνου και άνθρακα, ο ναυτιλιακός και ο υπεράκτιος τομέας θα αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους μέσω της μεταφοράς του ανταλλάγματος των αλυσίδων αυτών. Επί της ουσίας, ο ναυτιλιακός και ο υπεράκτιος τομέας αποτελούν τους θεμελιώδεις παράγοντες της ενεργειακής μετάβασης και λειτουργούν ως αναντικατάστατοι κρίκοι για αυτές τις δύο ενεργειακές αλυσίδες. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η επιτυχία είναι ομαδικό άθλημα. Η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας αλυσίδας άνθρακα θα απαιτήσει μια συλλογική και συνεργατική προσέγγιση, της οποίας θεμέλιο αποτελεί η συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων μερών στα ανώτερα και κατώτερα τμήματα της αλυσίδας με θεμέλιο τις ποντοπόρες μεταφορές”.
Την ίδια στιγμή, απομένουν πολλά να γίνουν πριν το υδρογόνο και η δέσμευση άνθρακα να γίνουν αρκετά ώριμα τόσο από τεχνολογικής πλευράς όσο και από πλευράς υποδομών και ασφάλειας για να μπορέσει να στηριχθεί η επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης. “Η πρόκληση που όλοι αντιμετωπίζουμε είναι να διασφαλίσουμε ότι, όταν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτής της αρχικής φάσης ανάπτυξης, οι συνδυασμένες μας προσπάθειες θα έχουν δώσει μια λύση που θα είναι ασφαλής, πρακτική και οικονομικά εφικτή και, ως εκ τούτου, βιώσιμη”, καταλήγει.