Η ΕΕ δεν θα ανεχθεί για πολύ καιρό την «ανισορροπία» στις εμπορικές σχέσεις της με την Κίνα, δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων για λογαριασμό των ευρωπαϊκών πρακτορείων ειδήσεων του European Newsroom, με αφορμή την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Κίνας, αναφέρθηκε στο gap που υπάρχει στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μερών, σημειώνοντας αναλυτικά πως «δεν είναι δυνατόν από τα κουτιά (ε.κιβώτια) που μπαίνουν στην ΕΕ από την Κίνα, τουλάχιστον 2 σε αναλογία να γυρίζουν στην Κίνα άδεια».
Η Φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι η ΕΕ είναι ένας «σημαντικός εμπορικός εταίρος για την Κίνα και αντίστροφα», όμως «υπάρχει μια αυξανόμενη εμπορική ανισορροπία». Όπως είπε, το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ με την Κίνα διπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια για να φθάσει σε ποσοστό ρεκόρ των 390 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022.
«Η ανισορροπία είναι ορατή, για παράδειγμα, οι εξαγωγές από την Κίνα προς την ΕΕ είναι τρεις φορές υψηλότερες από τις εξαγωγές της ΕΕ προς την Κίνα. Με άλλα λόγια, εάν έχουμε τρία κοντέινερ που πηγαίνουν από την Κίνα στην Ευρώπη, δύο από αυτά τα κοντέινερ επιστρέφουν άδεια πίσω στην Κίνα», ανέφερε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Επιτροπής.
Πρόσθεσε, επίσης, ότι η ΕΕ σημειώνει μια έλλειψη πρόσβασης στην κινεζική αγορά για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, προνομιακή μεταχείριση των εγχώριων κινεζικών εταιρειών, ενώ παράλληλα εξετάζει το ζήτημα των κρυφών ή άμεσων και έμμεσων επιδοτήσεων σε κινεζικές εταιρείες σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές εταιρείες. «Η ΕΕ θέλει θεμιτό ανταγωνισμό όταν πρόκειται για παγκόσμιους παίκτες που έρχονται στην ενιαία αγορά της», τόνισε η Φον ντερ Λάιεν προσθέτοντας, ότι «είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών να έχουμε ένα βιώσιμο εμπόριο μεταξύ μας» και πως η ΕΕ «δεν θα ανεχτεί μακροπρόθεσμα την ανισορροπία» στις εμπορικές σχέσεις.
«Διαθέτουμε εργαλεία για να προστατεύσουμε την αγορά μας, αλλά προτιμούμε να έχουμε λύσεις κατόπιν διαπραγμάτευσης», τόνισε η πρόεδρος της Επιτροπής, λέγοντας ότι «είναι προς το συμφέρον της Κίνας να εξετάσει προσεκτικά αυτές τις επιλογές».